ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ, ΣΧΕΔΟΝ ...ΑΝΑΡΧΙΚΟ ΠΟΥ ΟΜΩΣ ΠΡΟΦΗΤΙΚΑ ΔΙΝΕΙ ΛΥΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΠΟΥ ΜΑΣ ΜΑΣΤΙΖΕΙ! ...Δεν ...διαβάζεται...απλώς ΡΟΥΦΙΕΤΑΙ!
ΤΟ ΨΑΡΟΧΩΡΙ ΜΑΣ
Έξοχο, συναρπαστικό, καταλυτικό αφήγημα του
ΑΠ.ΒΡΑΧΙΟΛΙΔΗ
Στο μικρό μας ψαροχώρι τα είχαμε όλα.΄Ενα γραφικό, κουκλίστικο λιμανάκι,απολύτως προφυλαγμένο από τους θυμούς της θάλασσας, με λογιώ-λογιώ πλεούμενα, κυρίως αλιευτικά, τα οποία κάθε πρωί, γύρω στις οκτώ, ξεσήκωναν όλη την περιοχή με την ολόφρεσκη πραμάτειά τους, που έφερναν.-Τι ψάρια, κι αυτά, πιά! Σπαρταριστά, ολοζώντανα στην κυριολεξία, χόρευαν τον επιθανάτιο ρόγχο μέσα στις ψαροκασέλες, κάνοντας απεγνωσμένους πήδους. Κέφαλοι, λαυράκια, αφρόψαρα, τσιπούρες, που και που φαγκριά και πολύ συχνά πεσκαρδίτσες για “σούπα-όνειρο”, αλλά που γινότανε, επίσης, νόστιμες και στο τηγανι, όπως διαλαλούσαν οι ψαρόμαγκες.
Είχαμε και Ναυτικό ΄Ομιλο με καμιά δεκαριά σκαφίδια, τα οποία τις Κυριακάδες βγαίνανε από τον κoλπίσκο του λιμανιού κι σηκώνανε πανιά με τιμονέρηδες δεξιοτέχνες θαλασσόλυκους, αμούστακα παιδάκια του Δημοτικού, τα οποία ήταν το καμάρι ολωνών μας, αφού σχεδόν κάθε χρόνο διακρίνονταν σε Πανελλαδικούς ναυτικούς αγώνες.
Είχαμε και δημαρχείο, με δήμαρχο έναν χοντρούλη, συφοριασμένο χασάπη, κι, ενώ όλοι τον διαολστέλναμε, στο τέλος, πάλι, τον ξαναψηφίζαμε, χωρίς ωστόσο να ξέρουμε αν έπρεπε να θρηνούμε ή να καμαρώνουμε για την ευθυκρισία μας.
Είχαμε κι ένα αστυνομικό τμήμα με κανα-δυό μισοκοιμισμένα όργανα της Τάξεως, που κοπανούσαν μύγες, μιΑ και στο ψαροχώρι μας όλοι είχαν εθιστεί στο βίτσιο να είναι τακτικοί, φρόνιμοι και νομοταγείς.
Αυτό βέβαια, δεν καλοάρεσε στα όργανα της Τάξεως. Αντιλαμβάνονταν, πως μάλλον, ή εκεί παρουσία τους ήταν περιττή κι άνευ λόγου και προ παντός άνευ εργου, ώστε να δικαιολογιόταν κάπως το ψωμάκι που τρώγανε.
Για τα μάτια του κόσμου, και να δείχνουν πως κάτι κάνουν, διενεργούσαν τυπικούς ελέγχους στα μπακάλικα, στο φούρναρη ή στους καφενέδες, που αφθονούσαν, δείγμα ότι η δημοκρατία μας είχε γερές βάσεις. Ως γνωστόν, τα καφενεία είναι ιεροί, πανάρχαιοι βωμοί άσκησης του κοινοβουλευτισμού, χώροι, όπου ανθεί ο διάλογος και ενίοτε λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις.
Στη χάση και τη φέξη, τα αστυνόμια πίεζαν, λιγάκι, την κατάσταση και με το στανιό ψάχνανε να βρούνε αφορμή για να τηλίξουν τον μαγαζάτορα σε μια κόλλα χαρτί, σκηνοθετώντας στην ουσία, κάποια παράβαση. Όπως, αν από ένα τραπεζάκι του καφενέ, απουσίαζε ο επιβεβλημένος τιμοκατάλογος, έστω αν όλα τά’λλα τραπεζάκια, τον είχαν! Ή αν το ψαροκάϊκο πουλούσε πονηρώς ψάρια, όχι του πελάγου, αλλά του ιχθυοτροφείου. ΄Ολες αυτές οι μεθοδεύσεις της ένστολης εξουσίας ήσαν άνευ αντικρύσματος γι αυτήν, διότι η έκδοση τέτοιων κλήσεων, ρίχνονταν στον κάλαθο των αχρήστων, μιά και όλο το χωριό, ξεσηκώνονταν και υπερασπίζονταν μετά πάθους τον κλητευθέντα … “κακούργο” παραβάτη, ενώπιον των δικαστηρίων!
Κάτι τέτοια περιστατικά, αποτελούσαν γιορτή για το χωριό μας κι αφορμή για περαιτέρω σύσφιξη των ψυχικών μας δεσμών. Μετά από κάθε δίκη, το ρίχναμε στο γλέντι.
Ο κάπελας, αν αυτός ήταν ο αθωωθής, έβαζε τα ποτά κι όλοι κατεβαίναμε, με τα μεζεδάκια μας, στο περιγιάλι και τα κάναμε όλα άνω-κάτω από το κέφι!
Φυσικά τα αστυνόμια, που έβλεπαν όλα αυτά τα παράξενα, αποχάνονταν, αισθανόμενοι ξεβράκωτοι και ευθέως γελοίοι. Μη έχοντας δε, τίποτε άλλο, σοβαρότερο να αντιτάξουν ως προς τη χρησιμότητα της παρουσίας τους στο χωριό μας, τό’ριχναν στις απειλές: “πως εδώ είμαστε και θα τα πούμε στην επόμενη γύρα… Πού θα μας πάτε;”
Μα κανείς μας δεν τους έπαιρνε στα σοβαρά και, του καλού καιρού, τους περιγελούσαμε, συν γυναιξί και τέκνοις.
΄Ησαν μεταίωροι, και παρά τις σαρδέλλες που είχαν στις στολές τους, δεν φτούραγαν στο χωριό μας. Αυτό ήταν ολοφάνερο και το καταλάβαιναν.
Με τον καιρό, σπανίως σουλάτσαραν στις στράτες του χωριού. Συνήθως κλείνονταν στους φρικιαστικούς θαλάμους του Αστυνομικού Σταθμού, φουμάριζαν σαν τσιμινιέρες, παίζανε τάβλι, ή πρέφα κι αν καμιά φορά-αραιά και που- χτύπαγε το τηλέφωνο , το σήκωναν βαριεστημένα και μάνι-μάνι ξεφούρνιζαν στον “πελάτη”, την ευφυέστατη σύσταση: “να κάνει μήνυση κατ΄αγνώστων”, ή, αν το γούσταρε, ας περνούσε από το Τμήμα, δια τα καθέκαστα!
Καμιά ουσιαστική λύση δεν έδιναν και κανένα έργο επωφελές δεν πρόσφεραν στην κοινότητά μας. Έτσι, μετά από λίγο, αφού ούτε μας άντεχαν ,ούτε και τους αντέχαμε, μάθαμε, ότι το αστυνομικό τμήμα του χωριού μας διαλύεται και η “δύναμίς” του “ενσωματούται”, σε άλλο αστυνομικό κατάστημα, γειτονικού και πιό μεγάλου χωριού.
Μόλις το μάθαμε, τό ρίξαμε σύσσωμα έξω. Κατεβήκαμε όλοι στο περιγιάλι κι αρχίσαμε τα νταούλια, το χορό, το φαγί και το πιοτί. Κολαούζους πάνω απ΄το κεφάλι μας δεν θέλαμε. Είμαστε γενικώς και ειδικώς νοικοκυρεμένοι.΄Ελεγχο της νοικοκυροσύνης μας, δεν μπορούσαμε να διανοηθουμε! Τις πράξεις μας τις ελέγχαμε από μόνοι μας. Φάλτσα μεταξύ ανθρώπων γίνονται και θα γίνονται. Μα αυτά, δεν μπορεί να αστυνομεύονται! Τέτοιοι κανόνες ίσχυαν στο χωριό μας και δεν αντιμετωπίζαμε σοβαρές αναταραχές.
Είχαμε και την Εκκλησιά και τον παπά μας, ο οποίος ήταν ήξεις -αφήξεις, μιά Φαναριώτικη φάτσα, μα τελικά κι αυτός υποχρεώθηκε, εκ των πραγμάτων, να συμπλέει με το ποίμνιό του, δια να πληρωθεί το ρηθέν: “Τα καλά και συμφέροντα ταις ψυχαίς ημών”. Ο ιερέας μας, φρονίμως ποιών, απόφευγε να μας σκανδαλίζει με την γνωστή τρομοκρατία “περί κολάσεως” και “τι ψυχή θα παραδώσετε στην άλλη ζωή”,γιατί εμείς για το μόνο που δεν μας καίγονταν ήταν η άλλη ζωή, βρίσκοντας αρκετή την παρούσα και ορισμένως απίθανα, σπαραξικάρδια ενδιαφέρουσα.
Εμείς είμαστε “από άλλο χωριό”! Είχαμε τη δική μας ρότα και σχεδόν νιώθαμε ολοκληρωμένοι και κατά το πλείστον αγρίως ευτυχείς.
Φορές-φορές, κάποιοι τρεχαντήρηδες, είχαν προτείνει το μποϋκοτάρισμα του παππά, ώστε κι αυτός, με τη σειρά του, να πάει εις… το πύρ το εξώτερον και εις τον αγύριστον, όπως και οι αστυνόμοι.
Επεκράτησαν,ωστόσο φρονιμότερες σκέψεις, διότι διαπιστώθηκε, κατά τις θυελώδεις συζητήσεις του Κοινοβουλίου- καφενέ, πως ο παππάς παρήγε έργο ουσιαστικό και χρηστικότατο, εν αντιθέσει προς τα ένστολα μπουζούκια του κράτους. Αυτός μεριμνούσε για τα βαφτίσια μας, για τις παντρειές και τις κηδείες μας! Τελετουργικά, ουδείς σόφρων μπορούσε να το παραβλέψει, αν ήθελε νάχει την κεφαλή του στη θέση της, διότι υπήρχε σοβαρός κίνδυνος διατάραξης της οικογενειακής μας γαλήνης. Οι γυναίκες, που δεν εκπροσωπούνταν στη Βουλή-καφενέ, στα περί θείων, ιερών βωμών και εστιών, είχαν το απάνω χέρι! Ήσαν καθέτως και οριζοντίως υπέρ του παπαδαριού. Συνεπώς, πάσα απόπειρα ανατροπής των εκκλησιαστικών ισχυόντων, θα επέφερε την δικαία μήνυν των θηλυκών και η εκτόξευση, κατσαρολικών και παντουφλών,τσοκάρων θα ήταν στην ημερησία διάταξη. Κανείς μας, ειλικρινά, δεν επιθυμούσε νά’χει ,τουλάχιστον, καρούμπαλα στο κεφάλι, εξαιρουμένων βεβαίως των παραδοσιακών κεράτων!
Εξ άλλου, ανεξάρτητα από τη φάτσα του συγκεκριμένου παπά – θέμα εκτός συζητήσεως ασφαλώς -μας άρεσε, δεν μας άρεσε, ας μην το ψάχνουμε, υπήρχε κάτι ουσιαστικότερο: Η εκκλησία μας κουβάλαγε στις πλάτες της μια ιστορία δυό χιλιάδων χρόνων, δημιούργησε μια γερή παράδοση, η οποία κυλάει μέσα στο μεδούλι μας και θάταν ανευλαβές, εμείς στο ταπεινό ψαροχώρι μας, να σηκώσουμε παντιέρα ενάντιά της, διώχνοντας και τον παπά, ή μάλλον αφήνοντας τον άνευ έργου. ΄Ομως αυτός, είχε έργο πρακτικής ,άμεσης χρηστικότητας! Θεού δε συμπράτοντος, και μυροφόρων γυναικών …χορηγών, προορίζονταν να υπάρχει… κι ο διάολος, ας χόρευει καρσιλαμά!
2ον ΜΕΡΟΣ
Ξαφνικά, μιά μέρα, άρχισαν να ηχούν τα μεγάφωνα της πλατείας, που ανάγγειλαν την ίδρυση υποκαταστήματος Εφορίας στο χωριό μας.
Ξαφνικά, μιά μέρα, άρχισαν να ηχούν τα μεγάφωνα της πλατείας, που ανάγγειλαν την ίδρυση υποκαταστήματος Εφορίας στο χωριό μας.
Σπουδαίον γεγονός! Όλιγον τι, στιφόν όμως!
΄Ολα τάχαμε, ο φερετζές της Μαριορής, μας έλλειπε. Είναι αλήθεια, πως μας ταρακούνησε λιγάκι, μα κρατήσαμε την ψυχραιμία μας. “Μα τι διάολο θέλει ένα τέτοιο μαγαζί στο χωριό μας”; αναρωτήθηκαν πολλοί από μας και η απάντηση από το γκουβέρνο ήταν:
“–Για την εξυπηρέτησή σας, να μην τρέχετε σ΄άλλες περιοχές να πληρώνετε τους φόρους. Θά’μαστε δίπλα σας τώρα και θα γλυτώνετε χρόνο και ταλαπιωρία. Έχουμε εκσυγχρονιστεί πλέον! Η φορολογική σας συνείδηση θα ασκείται ξεκούραστα. Τώρα, η εφορία είναι δίπλα σας! Μαζί σας!”
Με τον ερχομό του παραμάγαζου, της Εφορίας, παραδεχόμαστε ότι το πράγμα στένευε, η αναταραχή σίγουρη κι η δικιά μας ευτυχία θα πήγαινε κατά διαόλου. Οι πάντες το οσφραίνονταν κι ένιωθαν μουδιασμένοι, ανήσυχοι!
Μα, όπως εξήγησα, είμαστε όλοι σαν μια οικογένεια, χωρίς προβλήματα, εκτός από τους πατροπαράδοτους χαριτωμένους, εν τέλει καυγάδες μας ,έτσι για να ανάβουν τα αίματά μας για να μην αραχνιάζουμε στη ρουτίνα! Κατά τα άλλα, είμαστε μιά χαρά παιδιά Θεού!
Φτιάξαμε ένα χωριό με τα ίδια μας τα χέρια.΄Ολα , χωρίς τη συμπαράσταση κανενού.Είμαστε μια κοινωνία καλά γρασαρισμένη. Αυτοδύναμη. Δεν ζητούσαμε από κανέναν τίποτε, αλλά βλέπαμε πως όλοι, κυρίως το κράτος, να μας ζητάνε τα πάντα! Με τη δημιουργία του μαγαζιού της εφορίας, ύπνον ελαφρύ δεν θά είχαμε. Αυτό πιά το συνειδητοποιήσαμε! Γι αυτό, όλοι μοιάζαμε πελαγωμένοι, στις αλλεπάλληλες συνάξεις της Βουλής- καφενέ.
Κάτι έπρεπε να κάνουμε, να πάρουμε δραστικά μέτρα, να προλάβουμε τη συμφορά που έρχονταν,τρεχάτη. Τί όμως;
–Τίποτε δεν μπορούμε να κάνουμε, είναι απόφαση της κεντρικής εξουσίας, συμφωνούσαν οι περισσότεροι.
–Δεν είναι και τόσο μαύρα τα πράγματα, θα γλυτώνουμε χρόνο και κόπο από του να τρέχουμε πενήντα χιλιόμετρα μακρυά, όπου είναι τώρα η εφορία… είπε κάποιος άλλος με λογική.
–Κοιτάξτε, άμα έχεις το διάολο μέσα στο βρακί, δεν μένεις ποτέ ήσυχος. Με την εφορία μέσα στα πόδια μας, θα έχουμε εφιάλτες… Κάτι πάντα θα σκαρφίζονται για να μάς τ΄αρπάζουν,ευκολότερα! ΄Οσο μακρύτερα είναι , τόσο καλύτερα… Γι αυτό, λέω, να μην την αφήσουμε να στεριώσει στο φιλήσυχο ψαροχώρι μας, αποφάνθηκε, ο Καπτάν τζώρτζης, ένας καραβοκύρης, ζουμπάς , που τα κουτσόπινε στο τραπεζάκι του και μέχρις εκείνη την ώρα δεν μιλούσε.
–΄Εχεις κάτι μήπως να προτείνεις, καπετάνε;
–Λέω, πως μπορούμε, να την εμποδίσουμε να εγκατασταθεί στα χώματά μας …την κωλοεφορία!
–Αυτό δεν γίνεται… Είμαστε μικροί!
–Παρά γίνεται, αρκεί να το αποφασίσουμε. Δεν της νοικιάζουμε κτίριο. Δεν της πουλάμε χωράφι, όπου, ίσως, θα μπορούσε να κτίσει το δικό της πόστο. Μ΄αυτό τον τρόπο, την αφήνουμε μεταίωρη! Θα ψάχνεται η χαζοβιόλα!
Χωρίς κτίσμα δεν μπορεί να μας κουβαληθεί, ναί ή όχι;
Η πρόταση του καπτάν-Τζώρτζη, έφερε αναταραχή, θορύβησε τους πάντες θετικά κι αρνητικά. Είχε κάποια λογική βάση, μα φαίνονταν λίγο δύσκολη, η πρακτική εφαρμογή της.
Οι αρνησίες ήσαν κυρίως κτηματίες και οι οποίοι, για λόγους ατομικού συμφέροντος, έβλεπαν με καλό μάτι τον ερχομό της Εφορίας, διότι θα της νοίκιαζαν το κτίσμα τους και θάχαν ένα έσοδο σταθερό και χρόνιο από το νοίκι!
–Μην είστε στενόμυαλοι, αντέτεινε ο Καπτάν Τζώρτζης και κυρίως σέ σένα το λέω, μεγαλοαφέντη Δέδε! Κανείς δεν θα πάθει τίποτε, ούτε εσύ θα θιγείς! έκανε αυστηρά ο καπετάνιος.
Αφού πήρε μια βαθειά ανάσα, ο κοντοπίθαρος καπτάν-Τζώρτζης, ανάλυσε το σκεπτικό του:
— Ο Δέδες και πολλοί άλλοι σεβαστοί συγχωριανοί μας, έχουν ενοικιαζόμενα διαμερίσματα για τους τουρίστες και με δουλειά δύο μηνών, έχουν το έσοδο ολάκερης της χρονιάς! Αν, λέω, ενοικιάσουν κάποια διαμερίσματα στην Εφορία, θα κάνουν μια τρύπα στο νερό, αφού λογικά δεν πρόκειται νά’χουν πιότερο κέρδος και χώρια που η ιδιοκτησία τους θα καταστραφεί, από το σούρτα-φέρτα του κοσμάκι σε καθημερινή βάση.΄Αρα ο νοών νοείτω!
Οι άλλοι παρακολουθούσαν με υπέρμετρο ενδιαφέρον, τα όσα λαλούσε ο καπετάνιος. Μερικοί κουνούσαν καταφατικά το κεφάλι, συμφωνούντες προφανώς κι άλλοι έχασκαν με το στόμα τους ανοιχτό, με κίνδυνο να εισορμήσει, εντός αυτού, καμιά μύγα, που, δόξα τω Παναγάθω, διαθέταμε εν αφθονία!
–Το πρόβλημά, δεν είναι ο κ. Δέδες κι οι άλλοι συνάδελφοί του, οι οποίοι ζούν από τον Τουρισμό. Μ΄αυτούς, θα τα βρούμε, μια και δεν πρόκειται να ζημιωθούν. Είναι οι άλλοι κτηματίες, που για λόγους δικούς τους, το ίδιο σεβαστούς, θάθελαν να πωλήσουν ένα κτήμα και το δικαίωμα τούτο τόχουν. Αν και το Κράτος σπάνια αγοράζει, προτιμώντας να ενοικιάζει. Στην ανάγκη, όταν έχει ευκαιρίες, μπορεί να το κάνει. Αν βρεί τις πόρτες μας κλειστές… θα το σκεφτεί αν θα αγοράσει. Και πως να αγοράσει, όταν δεν έχουμε τίποτε προς πώληση; Θα φύγει!
Κι επ αυτού, χωριανοί, πρέπει να ρίξουμε τη φαιά ουσία μας, αντιμετωπίζοντας σοφά και πρακτικά, το θέμα, για να μη ζημιωθούν όσοι από τους συγχωριανούς μας βρεθούν στην ανάγκη να πουλήσουν κτήματά τους. Αν τους αποστερήσουμε το δικαίωμά τους αυτό, θά κάνουμε έγκλημα. Αν, όμως, αυτοί οι τυχόν, θεωρητικά λέω, γιατί δεν έχουν εμφανιστεί στον ορίζοντα ακόμη, συντρέξουν στην προσπάθειά μας να αποκλείσουμε τον ερχομό της Εφορίας, τότε οφείλουμε νάμαστε στο πλευρό τους, στην όποια πρόσκαιρη ανάγκη θα αντιμετωπίσουν! Αυτό, λέει, η δικιά μας δημοκρατία!
Ο καπτάν Τζώρτζης, τσίμπησε ένα κομμάτι από το χταποδάκι στα κάρβουνα που είχε ομπρός του και σιώπησε. Η σκυτάλη των προβλημάτων που έθετε ανήκε, πια, στους άλλους.
Οι άλλοι άρχισαν να μουρμουρίζουν, να φωνασκούν, να διαπληκτίζονται μεταξύ τους,να σκυλοβρίζουν, κατά τα αγνά πατροπαράδοτα ήθη μας, ώσπου στο τέλος, με τα πολλά ψήφισαν, δι’ ανατάσεως της χειρός, τη λογική του Καπτάν Τζώρτζη.
–΄Οχι στο πέρασμα της εφορίας στα εδάφη μας!
–Ναι συμπαράσταση, στον συγχωριανό, αν στο διάβα, αντιμετωπίσει προβλήματα! Κομμένη η ταρίφα!
Οι άνθρωποι, της Κεντρικής εξουσίας αλώνιζαν επί μήνες το ψαροχώρι μας για να βρούν στέγη, ίδρυσης του Λησταρχείου τους. Δεν τη βρήκαν, με αποτέλεσμα να αποσύρουν την απόφαση εγκατάστασής τους στα χώματά μας. Σε μας δεν φτούραγαν, δεν είχαν έδαφος! Τα περί φορολογικής συνείδησης, εμείς τά γράφαμε στα τέτοια μας. Είχαμε μία και μόνο συνείδηση, που αρνιόμαστε, να την εξειδικεύσουμε, κάνοντάς την κομματάκια-κομματάκια, σαν νάταν μπακλαμβάς.
Ούφ πιά! Απαλλαχτήκαμε κι απ΄αυτόν τον μπελά!΄Ετσι νομίζαμε για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, γιατί άμα της σφινωθεί κάτι της εφορίας, δεν ξεμπερδεύεις εύκολα. Κάποια στιγμή θα ξαναχτυπούσε, αλλά δεν ξέραμε πότε και πως. Είχαμε τα μάτια μας ανοιχτά και την περιμέναμε στη στροφή, πανέτοιμοι ή να την στριμώξουμε ή να μας στριμώξει. Και τα δυό παίζονταν, επί ίσοις όροις, με τις ίδιες πιθανότητες, υπέρ ή κατά ημών.
Είχαμε, εξ΄άλλου, πείρα. Ακόμη όλοι θυμούνται τον κάζο που ρίξαμε ορθίως στα κόμματα, τα οποία μας έκαναν γλυκά μάτια για να ανοίξουν και σε μας, εκείνα τα τοπικά παραμάγαζά τους, με τα κομματικά τους λάβαρα, να κυματίζουν σαν βρακιά στις απλώστρες.
Οι ινστρούχτορες, οι κομισσάριοι παιδευόντουσαν να μας πείσουν να ενταχθούμε στα μαγαζιά τους, διότι αυτό θα ήταν, υποστήριζαν, για το καλό όλων μας!
–Πρέπει να αγωνιστούμε για ένα καλύτερο αύριο! Για ψωμί, παιδεία, ελευθερία, ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη, για ένα σύγχρονο κράτος, αξιόπιστο και σεβαστό.
–Κι όλα αυτά θα τα κάνουν τα κόμματα; ρωτούσαμε τάχατες με χωριάτικη αφέλεια.
–Καί βεβαίως, απαντούσαν οι κομματικοί πράκτορες.
–Τίποτε άλλο καλύτερο, μήπως έχετε να μας πουλήσετε, γιατί αυτά που κουβαλάτε στο καφάσι σας, εμείς τάχουμε και με το παραπάνω!
–Μα τι άλλο; Αυτά είναι τα αιτήματα του καιρού μας…
–Του… καιρού σας, θέλετε να πείτε. Γιατί εμείς, εδώ, έχουμε άλλο καιρό! ΄Αλλο κλίμα στο ψαροχώρι μας!
–Περίεργο, εσείς δεν ψηφίζετε, δεν ανήκετε σε κάποια παράταξη, δεν έχετε πολιτική συνείδηση;
–Ού… απ΄όλα έχουμε κι όλα τα κάνουμε! Και κόμμα έχουμε και ψηφίζουμε… με χέρια και ποδάρια!
–Ποιό κόμμα ψηφίζετε;
–Το δικό μας, το κόμμα του χωριού μας…
–Μας κοροϊδευετε, τι τρελλά είναι αυτά;
–Καθόλου.΄Ισα-ίσα, έχουμε επίσημο κόμμα, με τον τίτλο του κατατεθημένο στον ΄Αρειο Πάγο, κατεβαίνουμε κανονικά στις εκλογές και ψηφίζουμε ΕΜΑΣ. Μήτε μία ψήφος φεύγει από το χωριό μας..! ΄Ολοι μας ψηφίζουμε εμάς!!!
–Αυτά είναι πρωτάκουστα! Τι είστε εσείς, κράτος εν κράτι;΄Εχετε δικό σας μπαϊράκι; Από που μας βγήκατε;
–΄Οχι εμείς δεν σας βγήκαμε, αλλά ΕΣΕΙΣ μας βγαίνετε, επιδιώκοντας να μας εντάξετε στο μαντρί σας. Να βαράμε παλαμάκια, να κουνάμε σημαιάκια και να φωνάζουμε ζήτω ο αρχηγός! Θα ιδρωκοπάμε, αλληλοσφαζόμενοι μεταξύ μας, για να βγάζουμε, εσάς, για αρχηγούς μας, για να μας σέρνετε από τη μύτη… Δεν σφάξανε! Στο χωριό μας, κύριοι, πνέουν άλλοι αγέρηδες!
Εδώ δεν έχουμε ανάγκη από αρχηγούς και να υποτασσόμαστε σ΄αυτούς. Εδώ, στο χωριό μας, κανείς δεν υποτάσσετε στον άλλον, όλοι είναι ίσοι. Δεν πάσχουμε από φιλοδοξία ο ένας να κάνει κουμάντο στον άλλο! Γιατί αυτό είναι προστυχιά. Και σανός για τους αφελείς, σαν κι εσάς! Καταλαβαίνετε μωρέ;
–Και πως εκλέγετε τον δήμαρχο σας;
–Πολύ απλά κι όμορφα. Δεν έχουμε αντιθέσεις. Δεν έχουμε ούτε αντιπολίτευση! Δεν έχουμε ΑΝΤΙ, γενικά! Δήμαρχος εκλέγεται, όχι αυτός που φλέγεται να μας κυβερνήσει, γιατί κανείς δεν μπορεί να μας κυβερνήσει για ίδιον όφελος! Κυβερνάμε εμείς, όλοι μαζί, και διορίζουμε κάποιον, ως διαχειριστή των τρεχουσών υποθέσεων και δεν τον αφήνουμε να κάνει λάθη, ή αύριο να κοκορεύεται ότι αυτός πέτυχε κείνο ή τάλλο.Τα στραβά και τα σωστά τα μοιραζόμαστε όλοι εξ ίσου. Κανείς δεν κατηγορεί τον άλλον.Κανείς δεν επαίρεται ότι είναι καλύτερος του άλλου.
Τι να σας κάνουμε, φίλοι; Η πραμάτεια, που ήρθατε να μας πουλήσετε, είναι παλιομοδίτικη, λυπούμαστε, μα δεν θα πάρουμε! Ευχαριστούμε!
Οι πλασιέ των κομματικών ιδεολογιών,τό’βαλλαν, όπως ήταν επομενο, στα πόδια και ποτέ πιά δεν ξαναπάτησαν στο ψαροχώρι μας. Μας άφησαν, ευτυχώς, στην ησυχία μας.
Ανάλογα χουνέρια, σκαρώναμε σε πολλούς άλλους αετονύχηδες που μας βλέπανε σαν εύκολη λεία για τα δικά τους συμφέροντα. Για να γίνει αντιληπτό, το πόσο ανάποδοι κι εκτός λοιπής πραγματικότητας είμαστε απαγοητέψαμε και όσες ασφαλιστικές εταιρίες μας κουβαλιόνταν για να μας… ασφαλίσουν, λέγανε, κατά παντός κινδύνου. Οι χωριανοί μας τόχανε ρίξει σε τέτοια πλάκα, που οι ασφαλιστές δεν μπόρεσαν να φτουρίσουν ούτε ένα εξάμηνο και διέλυσαν τα μαγαζιά τους, προς μεγάλη δυσφορία τους, που δεν σταύρωσαν ούτε ένα πελάτη από μας! Κορόϊδα εμείς δεν γεννηθήκαμε!
–Ωστε, λεβεντόπαιδο, θέλεις να ασφαλίσεις, το σπίτι μου από πυρκαϊά, ή κλεψιά; Τη ζωή μου; Το αυτοκίνητό μου;
–Ακριβώς!
–Για πες μου, τσίφτη,εσύ θα ασφαλίσεις εμένα, έναντι όλων αυτών των δεινών ή εγώ εσένα;
-Τι εννοείτε;
–Αυτό που κατάλαβες.
–Μα δεν καταλαβαίνω! Οι ασφάλειες, είναι μια πρόοδος της σύγχρονης ζωής, είναι κατάκτηση…
–Σίγα, μάγκα, πήρες φόρα…Αυτό ακριβώς λέω κι εγώ. Ο,τι επιδιώκεις να με κατακτήσεις κι εγώ δεν κατακτιέμαι, με κανέναν παραμύθι…
–Με παρεξηγείτε κύριε..
–΄Οχι, εσύ με παρεξήγησες! Μου μιλάς για πυρκαγιά του σπιτιού μου.Τό’χω στημένο τριάντα χρόνια κι ούτε μια σπίθα βγήκε . Ζητάς να με ασφαλίσεις για τα επόμενα τριάντα χρόνια… για τη σπίθα που δεν θα βγεί;
–Μα ,κύριε η ζωή έχει απρόβλεπτα…
–Α, μάλιστα, τώρα έχουμε και φιλοσοφίες…τζιμανόπαιδο! Για κοίτα με! Σούφρωσα από τα χρόνια που κουβαλάω, εσύ θα μου κάνεις κήρυγμα; Εγώ ξέρω το νόμο των πιθανοτήτων!
Το σπίτι μου, δεν πήρε φωτιά, εδώ και τριάντα χρόνια, γιατί να πάρει στα επόμενα τριάντα; Μου λές και για το αυτοκίνητο μου. Αντις να ασφαλιστώ στην εταιρία σου, καλύτερα δεν είναι να προσέχω όταν οδηγώ και να μην τρακάρω; Αυτό κάνω…
–Ναι αλλά, αν σας τρακάρουν;
–Ε, πληρώνει, τον τζερεμέ, ο φταίχτης! Εγώ γιατί να πληρώνω εσένα, για πιθανές ζημιές πρός άλλον, αφού αποφεύγω νάμαι φταίχτης; Οδηγώ ασφαλώς! Τι ζητάς να ασφαλίσεις; Ποιόν;
–Μα και τις ληστείες από τους Αλβανούς που τις βάζετε;
–Τις έχουμε καρατομήσει, στο χωριό μας! ΄Οποιος Αλβανός, ξένος, θέλει να ζήσει στο χωριό μας, μπορεί να το κάνει, μα με τους δικούς μας κανόνες. Θα μας σέβεται. Κάποιοι πήγαν να κάνουν πλιάτσικο. Τους περιποιηθήκαμε τόσο χαδιάρικα που ακόμη τρέχουν…Φάγανε το ξύλο της χρονιάς τους , ακόμη και τα πιτσιρίκια μας βαρούσαν κλωτσοπατινάδες! Γλέντι!
–Υπάρχει και το πρόγραμμα ασφάλειας της ζωής σας. Θά’χετε τούτο, θά’χετε τ’άλλο.. Θα πληρώνουμε, εμείς για σάς, πρώτη θέση στο νοσοκομείο, τόσα λεφτά στο χέρι, αν ώ, μη γένοιτω, τελευτήσεται!
–Άγαλμα σας κάνανε; ρώτησε αιφνίδια ο χωριάτης.
–Τι εννοείτε;
–Μα εσείς είστε ευεργέτες του έθνους! Εδώ είμαι σύμφωνος! Σας παραδέχομαι! Ασφαλίστε με τώρα!
–Δεν πρόλαβα, κύριε, να σας διευκρινίσω… Την ηλικία σας δεν την ασφαλίζουμε…δυστυχώς!
–Και τι έχει η ηλικία μου, ψώρα, για να εξαιρείται;
–Κοιτάξτε, ασφαλίζουμε τον κόσμο από την πρώτη μέρα που γεννιέται μέχρι τα 50 του χρόνια. Εσείς είστε εξήντα πέντε χρονών…Δεν προβλέπεται από το πρόγραμμά μας!
–Μπά, είμαι κιόλα πεθαμένος για σας;
-΄Οχι, παρακαλώ, μα μπορείτε να κάνετε ασφάλεια ζωής για τα παιδιά σας! Να έχουν το κεφαλάκι τους ήσυχο!
–Ποιός σου είπε, ότι δεν έχουν το κεφάλι τους ήσυχο; Θα το ησυχάσεις εσύ περισσότερο, σάμπως;
–Μα ξέρετε τι είναι μια ασφάλεια ζωής; Έχεις δεμένο το γάηδαρό σου! Αυτό το πλεονέκτημα σας προσφέρουμε κύριε!
–Καλόπαιδο, πρώτον οι γάηδαροί μου είναι λυτοί και δεν κακοπερνάω. Δεύτερον, να ξέρεις πως εγώ είμαι γέρος και ξεροκέφαλος. Ποτέ δεν πήγα σε γιατρό. Ποτέ δεν νιάστηκα για τη ζωή μου. Την έχω ασφαλίσει στον Θεό. Ο,τι κρίνει αυτός. Εσύ τι είδους ασφάλεια πουλάς, δεν καταλαβαίνω! Ποιός, σ΄αυτή τη ζήση,μπορεί σοβαρά να μιλάει για ασφάλεια, όταν είμαστε παντελώς ανασφαλείς; Χώρια που δεν σκιάζομαι από τίποτε. Σκιάζεται, όμως, η εταιρία σου, … από την ηλικία μου! Δεν με ασφαλίζει! Με το παρδόν φίλε, ομοιάζω προς μαλακόσπορον, ώστε νά κάνεις τέτοιες αντισεξουαλικές προτάσεις;
Κάτι τέτοια λέγαμε, κι όλοι οι μουστερήδες, μνηστήρες της τσέπης μας, μας είχανε πάρει στο στραβό. Και φεύγανε από το χωριό μας, αποτινάσσοντες τον κονιορτό των υποδυμάτων τους!
Η μεγάλη πλάκα είχε γίνει με τις Τράπεζες. Πολλές ήθελαν να κουβαληθούν στο χωριό μας, μα μία-μία εξαφανίζονταν. Κρατήσαμε μόνο μία. Προς χρήση μας κι όχι προς δικιά της χρήση… τάχα επ’ ωφελεία μας! Εμείς σε κανέναν δεν επιτρέπαμε να μας χρησιμοποιεί!
Πρώτα απ΄όλα δεν κάναμε καταθέσεις.Ούτε και δανεισμούς! Διότι, είχαμε διαπιστώσει ότι με τον παρά μας πηδάμε και την κυρά μας! Οι Τράπεζες ήθελαν απλά να πηδάνε εμάς κι αυτό δεν το δεχόμαστε, ως ορθόδοξο!
Δουλεύαμε την Τράπεζα μας, δηλαδή αυτή που επιτρέψαμε να υπάρχει στο ψαροχώρι μας, αλλά κάτω από τη δική μας ιδιομορφία. Τα παραμύθια περί καταθέσεων κι επιτοκίων, σε μας δεν περνούσαν.΄Οχι, δεν είμαστε βλάκες, να καταθέτουμε τον παρά μας με την προσδοκία κάποιου οφέλους, το οποίο ήταν παραμύθι της Χαλιμάς, μιά και σε ένα βάθος χρόνου, όσα καταθέταμε, τόσα πάλι παίρναμε,-σε αγοραστική αξία- χωρίς να πολλαπλασιάζεται το χρήμα που δίναμε στην Τράπεζα. Όχι τέτοια αποκοτιά δεν την κάναμε! Κάτω λοιπόν απ΄αυτή, την συντριπτική πρακτική, βγάλαμε το συναρπαστικό συμπέρασμα, πως οι Τράπεζες είναι άχρηστες! Ετσι κανένας μας δεν έκανε καταθέσεις. Η Τράπεζα που είχαμε στο χωριό πήγαινε να παλαβώσει. Βάζαμε σήμερα χρήματα, μα αμέσως, την επομένη τα αποσύραμε, διαφοροτρόπως, στις δοσοληψίες με άλλους. Τη χρησιμοποιούσαμε για τις καθημερινές ανάγκες μας, αλλά ήταν αδύνατον να μας πιάσει τον πισινό και να κερδίσει από μας! ΄Ετσι, κι η μοναδική αυτή Τράπεζα, αναγκάζονταν να φυτοζωεί, μεταξύ μας, προς μεγάλη θλίψη της διοίκησής της.
3ον Μέρος
Παρ΄όλα αυτά τα ιδιότροπά μας, μας έτρωγε το σαράκι της εφορίας. Μόνιμος πονοκέφαλος και έγνοια ολωνών μας. Η εφορία αποτελούσε τον εκπορθητικό κλοιό του γκουβέρνου. Ενώ εμείς είχαμε διαμορφώσει μια νοικοκυρεμένη αυτοδύναμη κατάσταση στο χωριό μας, βλέπαμε από την άλλη, το κράτος νά’ναι ένα ρεμάλι, και το μόνο που το έκαιε ήταν πως να βάζει βαθύτερα το χέρι στη τσέπη μας.
Με κάθε ευκαιρία, μαγείρευε σατανικούς, διαστροφικούς νόμους, που με το έτσι θέλω , μας υποχρέωνε να πληρώνουμε μια τό’να, μια τά’λλο, χαράτσι, ακόμη και για το φυσικό δικαίωμα να αναπνέουμε, να περπατάμε, να κολυμπάμε!
Συνειδητοποιήσαμε, πως ο μόνος εχθρός μας, σε τούτη τη γή, ήταν αυτό το ίδιο το κράτος! Στις αρχές, το είχαμε πάρει μοιρολατρικά και πως δεν μπορούσαμε, τάχα, να κάνουμε διαφορετικά. Αλλά σύντομα τα διαόλια, οι τσαγανοί που κουβαλούσαμε μέσα μας, απενεργοποιήθηκαν κι από κουβέντα σε κουβέντα, καταλήξαμε στην απόφαση πως δεν έπρεπε να μείνουμε με σταυρωμένα χέρια κι είχαμε ιερότατο χρέος να αμυνθούμε υπέρ βωμών κι εστιών, περισσώνοντας ό,τι μπορούσαμε από τις άρπαγες επιθέσεις του εχθρού μας!
Εκείνο που μας ψύλλιασε όλους, ήταν πως οι Υπηρεσίες του Κράτους, χωριστά η κάθε μιά, καλούσαν τους πολίτες να κάνουν υπεύθυνες δηλώσεις για του κόσμου τα περίεργα.
Μας ζητούσαν να δηλώσουμε τα σπίτια μας και τα κτήματά μας, ακόμη και τα ζωντανά μας. Μας ζητούσαν να δηλώσουμε και το τηλέφωνό του σπιτιού μας, αν αυτό ανήκε σε άλλο όνομα και αν θέλαμε να το περάσουμε στο δικό μας με ένα τίμημα, ίσο με το κόστος της νέας σύνδεσης!
Αυτό το τελευταίο, άναψε τα αίματά μας και φούντωσε τις καχυποψίες μας και για τα υπόλοιπα τερτίπια που σκαρφίζεται το κράτος, προκειμένου να μας τά αρπάζει, με γλυκό τρόπο και με την συγκατάθεσή μας, εί δυνατόν!
Τι φρούτο ήταν κι αυτό; Τηλέφωνο έχω, αν είναι στό όνομα της θειάς μου, ή του μακαρίτη πατέρα μου, δεν αλλάζει τίποτε!
Για να το γυρίσω στο όνομά μου, πρέπει να πληρώσω νέα λύτρα; Δηλαδή, θα πληρωθεί η σύνδεση δυό φορές; Και δεν κάνω μιά αίτηση για νέο τηλέφωνο, αφού το ίδιο θα μου κοστίσει; αναρωτιόντουσαν οι κουτοπόνηροι συγχωριανοί μας κι εν τάχει, αρνήθηκαμε να κάνουμε την παραμικρή δήλωση, συνεπικουρούμενοι κι από τη συγκεκριμένη αντίληψη περί ονομάτων, που είχαμε διαμορφώσει. Για να ξεχωρίζουμε μεταξύ μας είχαμε κάποια ονόματα, αν ρίχναμε κάποια άλλα, στο ταψί, πάλι το ίδιο δεν θά ήταν;
Η μπαγαμποντιά της τηλεφωνικής εταιρίας δεν πέρασε σε μας, αλλά φτούρησε σε άλλα χωριά, με αποτέλεσμα η εταιρία να τα οικονομίσει εκ του μη όντος. Ποντάριζε στην αφέλεια. Είχαμε να κάνουμε με σκέτη κλεψιά, αυτό να λέγεται.
Το σοβαρό παλούκι ήταν οι άλλες δηλώσεις, που μας ζητούσαν, για κτήματα, σπίτια κ.λ.π. Εδώ, είχαμε πια να κάνουμε με κλεψιά.. εν εξελίξει. Μυριζόμαστε το επερχόμενο πλιάτσικο, μα δεν μπορούσαμε να το συγκεκριμενοποιήσουμε.
΄Οταν το ρέμπελο κράτος σου λέει: ΄Εχεις παράνομο, αυθαίρετο κτίσμα, καλά μην ανησυχείς, πλήρωσε τόσα και στο νομιμοποιώ, το πράγμα, κάπου βρωμούσε…σίγουρα!
Εκεί που μας σηκώνονταν κυριολεκτικά η τρίχα κάγκελο, ήταν όταν βλέπαμε οι αυθαίρετες και κακοήθεις αποφάσεις του κράτους να συνοδεύονται με απειλές κατάσχεσης πάσης κινητής και ακίνητης περιουσίας μας.
Για ελάχιστα ψίχουλα οφειλής μας προς το Δημόσιο, βγάζανε φιρμάνια κατάσχεσης. ΄Ησαν δε τόσο νοσηροί, που ψαχούλευαν στα κτηματολόγια ,βρίσκανε τις ιδιοκτησίες μας και μας στέλνανε το ληστρικό ραπόρτο κατάσχεσης! ΄Η πληρώνεις τώρα, την οφειλή, ή σου παίρνουμε το κτήμα! Τέτοια αλητεία! Το κράτος! Οι περισσότεροι είχαμε τρομοκρατηθεί. Τι συμφορά κι αυτή! Αφού ξέρανε τα περιουσιακά μας στοιχεία, πως διάολο, μας ζητούσαν δηλώσεις γι αυτά που ήδη γνώριζαν, ή μπορούσαν να γνωρίζουν, αν επικοινωνούσαν οι υπηρεσίες μεταξύ τους;
Το συζητήσαμε. Μια πάνω, μια κάτω και διαπιστώσαμε πως το κράτος, δεν ξέρει τι του γίνεται! Η μια υπηρεσία του δεν επικοινωνεί με την άλλη! Τα σπίτια μας ήταν καταχωρημένα στην Πολεοδομία και τα κτήματά μας στο Κτηματολόγιο. Προς τι, μας γύρευαν, δήλωση; Με ένα απλό ξεφύλλισμα των τεφτεριών τους, θα είχαν την πλήρη εικόνα μας!
Αποφασίσαμε να τους δώσουμε το μαθηματάκι που τους ταίριαζε, και όπως εμείς ξέραμε , με την ιερά παράδοση που είχαμε στο χωριό μας.
Δηλώσεις δεν ζητούσαν; Θα τις είχαν.
Τις συντάξαμε με μεγάλο κέφι, με πολλές λεπτομέρειες και στοιχεία, με τη μόνη διαφορά πως οι υπευθύνως δηλούντες, εμείς δηλαδή, δεν είμαστε… υπαρκτά πρόσωπα, αλλά φανταστικά! Το ίδιο φυσικά έγινε και με τα λοιπά στοιχεία που μας ζητιόταν στη δήλωση. Γράφαμε άρες-μάρες κουκουνάρες! Μάλιστα ένας από μας είχε γράψει πως είχε κι ένα ξενοδοχείο 15 πατωμάτων με πεντακόσιες κλίνες!
Δήλωση δεν ήθελε η εφορία; Την έκανε! Απλό! Ας τον βρούν!
Προβλέπαμε πως η σύγχιση των φορατζήδων θάταν μέγιστη!
Ποιόν νά πιάσουν και πώς; Τόχαμε κανονίσει. Ποιόν να βρούν και πώς μεταξύ ανυπάρκτων… φαντασμάτων δηλούντων;
Οι πραγματικές μας ιδιοκτησίες, φυσικά παρέμεναν στο απυρόβλητο κι ανέγγιχτες από την Εφορία.
Το δεύτερο μέτρο που πήραμε, ήταν να αλλοιώσουμε, οι περισσότεροι από μας, την ταυτοπροσωπεία μας.
Ο καθένας από μας κυκλοφορούσε με δύο, τουλάχιστον, ταυτότητες! Η μία ήταν η πραγματική, η άλλη στο όνομα κάποιου πεθαμένου, διότι, όταν κάποιος συγγενής πέθαινε, σουφρώναμε την ταυτότητά του και δεν τη δίναμε στον νεκροθάφτη, όπως ο νόμος απαιτούσε. Δηλώναμε απλά πως δεν τη βρήκαμε κατά την θανή, κι έτσι ο πεθαμένος, συνέχιζε να ζεί μεθ’ ημών εσαεί, προστατεύοντας εμάς τους ζωντανούς έναντι των επιθέσεων του κράτους!΄Επαιρνες κλήση από τον τροχονόμο; ΄Εγραφε τα στοιχεία του πεθαμένου, που του δίναμε! Ας πλήρωνε αυτός, ο πεθαμένος! Αν μπορούσε!
Στην διπλοπροσωπεία μας βοήθησε-τι… βοήθησε,αφού εμείς κάναμε κουμάντο-κι ο Δήμος μας,εκδίδοντας πιστοποιητικά γέννησης του Δήμου σε φανταστικά ονόματα- οπότε ό,τι πιστοποιητικό θέλαμε,κι όπως, το θέλαμε έβγαινε!
Η αστυνομία, σεβόμενη τις τζίφρες και υπογραφές που έβλεπε στα χαρτιά, έκανε τα δέοντα, παρέχοντας μας Δελτίο Ταυτότητας, με τη φάτσα μας, χωρίς, ωστόσο, νάμαστε εμείς οι ίδιοι! Σατανικό; Ναι! Άμυνα κατά των σατανισμών του ευάρμοστου κράτους! Στο χωριό μας, δεν περνούσε ούτε κουνούπι, αν δεν το εγκρίναμε. ΄Ετσι είμαστε εμείς.
Με τη διπλή ταυτότητα δουλεύαμε τα πάντα, τα πονηρώς εκπορευόμενα από τη κεντρική εξουσία. ΄Οπου χρειάζονταν προτείναμε, ενώπιον των κρατικών οργανέτων, το πλαστό μας πρόσωπο.΄Αντε να τα βγάλουν πέρα! Μας έρχονταν για διάφορα, οι πράκτορες της εξουσίας, και τους λέγαμε ότι δεν είμασατε εμείς, αλλά κάποιος άλλος, αυτός που γύρευαν! Να κι η ταυτότητά μας, πρός απόδειξιν, προτάσσοντας την… πλαστικιά! Σημείωναν δε στο καρνέ τους: “ο εν θέματι, δεν ανευρέθη, προφανώς αγνώστου διαμονής!” Φεύγανε, κυνηγώντας φαντάσματα!
Τα κομπιούτερς τους μουρλαίνονταν.
Κάναμε κι άλλα, πολλά, τέτοια.΄Οπως, λόγου χάρη, αρνιόμαστε να πληρώνουμε τέλη κυκλοφορίας. Με τα κάρα μας κυκλοφορούσαμε, συνήθως, μέσα στην επικράτεια του χωριού μας. Αν χρειάζονταν να πάμε σε άλλη περιοχή, πληρώναμε… διόδια.
Δεν καταλαβαίναμε αυτά τα τέλη, τα ετήσια, που μας επέβαλε το κράτος! Τα διόδια, λιγουλάκι τα καταννοούσαμε, τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας, όχι!
Εμείς κυκλοφορούσαμε λεύτερα στο χωριό μας, στους δρόμους που, με δικό μας παρά, φτιάξαμε.Εμείς! Να πληρώνουμε τους δρόμους, που ήδη πληρώσαμε ; Μας έρχονταν τελείως παλαβό. Τι χαράτσι ήταν κι αυτό; Από που έβγαίνε;
΄Ηταν μια μπαγαμπόντικια εφεύρεση, της Κυβέρνησης, για να ταϊζονται κάποιοι “δικοί” της , αυτοί , και τα κόμματα που είχαν στον περίγυρώ τους!
Οι ταϊζόμενοι και πειναλαίοι χτες, με τον καιρό, έπαιρναν τα απάνω τους, δημιουργούσαν καθεστώς και με τη σειρά τους εκβίαζαν καταστάσεις, εκλαμβάνοντες εαυτούς ως απαραίτητους! Δεν μας έχετε εδώ, για να χαρατσώνουμε τον κοσμάκι; Ωραία! Πόσα δίνουμε στον κρατικό κορβανά και τι παίρνουμε εμείς;
Την αντίληψη αυτή την παιδέψαμε πολύ στα κοινοβούλια μας και καταλήξαμε, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως, στο εξής σοβαρό, συμπέρασμα:
Κοντολογής η κεντρική κρατική εξουσία, συντίθεται από ομάδες συντεχνιών του ιδίου φυράματος με κεντρικό άξωνα την προστασία των συμφερόντων του κράτους και κατ΄επέκταση των δικών τους ατομικών. Αν το κράτος ευτυχεί,ευτυχούν και οι συντεχνίες. Η ευτυχία, όμως, του κράτους στηρίζονταν αποκλειστικά στη δικιά μας δυστυχία.΄Επαιρναν από μας για να ζούν αυτοί! Δουλεύαμε και ιδρωκοπούσαμε εμείς, μα βλέπαμε πως στην προσπάθειά μας είχαμε και αφανείς συνεταίρους, ένα τσούρμο ανθρώπους, που η μόνη δουλειά που έκαναν ήταν να ελέγχουν εμάς και την απόδοσή μας. Φτιάχνανε υπηρεσίες, επιτροπές κι ένα σωρό άλλα δαιμονισμένα με ένα και μοναδικό στόχο: Να μας τ΄αρπάζουν! Ο χωροφύλακας, ο φορατζής, το κρατικό ραδιόφωνο, τα ταμεία Ασφάλισης, ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΈΣ, τα ΤΕΒΕ, ΤΑΕ, ΤΣΑ, ΟΓΑ, το Ταμείο Δημοσιογράφων, με εκείνο το ανεκδιήγητο αγγελιόσημο, όπου όποιος ήθελε να διαφημιστεί, έπρεπε να πληρώνει για τη σύνταξη … του δημοσιογράφου, λύτρα! Διατί; Ο δημοσιογράφος τι χρήσιμο έπραξε υπέρ εμού, ώστε εγώ να του δίνω και σύνταξη; ΄
Είναι αυτός πιο ομορφόπαιδο; Οι περί τρίτων, εισφορές κι άλλα αλόκοτα, όλα δεμένα σατανικώς με αυθαίρετες και χυδαίες αποφάσεις, που τις βάφτιζαν νόμους, εμάς μας προκαλούσαν και μας τσάτιζαν.
Λέγαμε, μα τι γίνεται εδώ; Δουλεύω εγώ και θα ταϊζω έναν άλλον, ξένο; Είχαμε μια απλοϊκή λογική και δεν νομίζαμε ότι ήταν φάλτσα. Οι δουλεύοντες απολαμβάνουν τους κόπους τους. Οι μη εργαζόμενοι, και μη κοπιώντες, πως μπορεί να τρώνε; Σίγουρα παραδεχόμαστε ότι και οι κρατικοί, εργάζονταν… Για να μας δίνουν ένα χαρτί, ένα πιστοποιητικό μια σφραγίδα κ.λ.π., που δεν θα ήσαν απαραίτητα, τα περισσότερα απ΄αυτά, αν η κρατική διαστροφή δεν ήταν τόσο ανίατα προχωρημένη.
Οι Νόμοι, συμφωνούσαμε, εδώ όλοι, πως ήταν “φτιάξιμο” σκοπιμότητας, για την ποδηγέτησή μας, για το αλυσόδεμά μας. Δεν ήταν για την ουσία της απαραίτητης ευταξίας!
Τα μυαλά των κρατικών είχαν παραπάρει αέρα! Τα θλιβερά όρνεα τόπαιζαν σταθερά και κουμανταδόροι μας!
Τα ανύπαρκτα, διαφέντευαν τα υπαρκτά! Θάλεγε κανείς πως είμαστε αναρχικοί! ΄Οχι, γιατί εμείς στο χωριό μας, είχαμε και τηρούσαμε αρχές. Είχαμε δομήσει ένα καθεστώς αλληλοσεβασμού μεταξύ μας και πάντα κατά τις δυνάμεις του καθενός! ΄Η κεντρική εξουσία, πιστεύαμε ακραδάντως, ότι ήταν έτσι ή αλλοιώς, για τα πανηγύρια! Ειδεχθώς, εγκληματικώς άφρων! Αν ζητούσες ευθύνη από κάποιον κρατικό, για μια παράληψή του, αυτός σήκωνε αγαθώς τους ώμους, λέγοντας πως “είναι υπάλληλος και τηρεί τον Νόμο κι ευθύνην ουδεμία φέρει”! Αυτό μας εξώργιζε απείρως.
–Μα και τα φαντάρια του Χίτλερ το ίδιο δεν έλεγαν; “Εμείς τι φταίμε, εντολές εκτελούμε!” στέλνοντας, έτσι, τον κοσμάκι στον τάφο. Το ίδιο είσαι κι εσύ, οργανέτο του Κράτους. ΄Ενας Ναζί! Σκοτώνεις καθημερινά! αντιτάσσαμε.
Μα φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Σκύβαμε το κεφάλι υποτασσόμενοι, βράζοντας μέσα στο ζουμί μας.
Οι παλαιότεροι από μας, θυμόντουσαν τη στάση των βεζύρηδων, των Τουρκαλάδων. Λένε, ότι οι άνθρωποι εκείνοι, είχαν σεβασμό και έκριναν, εν δικαίω. Βγάζανε, εν τάχει συμπέρασμα, πως ο βλογιοκομένος μαστρο- Τραχανάς, είχε τόση σοδειά φέτος, “δώσε ένα τσουβάλι στάρι, φόρο για τον Πασσά και τερματίσαμε!” του πρόσταζαν. Ο κυρ-Τραχανάς τό’δινε, το ευχαριστιότανε και για ένα χρόνο κοιμόταν ήσυχα!
Εμείς, με τους εκσυγχρονισμένους, της σήμερον, άκρη δεν μπορούσαμε να βρούμε… Τι στο καλό συνέβαινε; Μεταλλάχτηκε τόσο η ανθρωπότης; Έχουμε επιστροφή του Βεζύρη; Υποτελής ήμουν και θα συνεχίσω νάμαι, όπως βάσιμα υποπτεύομαι!
Εμείς αυτο, το καλαμπούρι δεν το χωνεύαμε! ΄Ετσι συνεχίσαμε ανθιστάμενοι προς κάθε επιβουλή.
Στις φορολογικές μας δήλωσεις πάψαμε να αναφέρουμε αν έχουμε κάρο, αυτοκίνητο!΄Αρα στο χωριό μας, δεν κυκλοφορούσε κανέναν αυτοκίνητο! Επίσημα, τουλάχιστον, ως προς τα κιτάπια της Εφορίας!
Πού να ψάξουν, και πώς , αν η δήλωσή μας ανταποκρίνεται στην αλήθεια; Θα χρειάζονταν δύο φορατζήδες για να παρακο-λουθούν ένα φορολογούμενο! ΄Οπερ αδύνατον!
Η εφορία και όλο το δημόσιο, μ’ όλα του τα υποτακτικά οργανέτα , όπως είπαμε, δεν επικοινωνούν μεταξύ τους!
Αν επικοινωνούσαν , θα διαπιστώνανε π.χ από το Υπουργείο Συγκοινωνιών, πως εγώ είμαι κάτοχος αυτοκινήτου, άρα λογικά, αν παρέλειπα στη δήλωσή μου να αναφέρω την κτήση αυτή, θα έπρεπε να με … συλλάβει!΄Οντας, όμως, διπλοπρόσωπος, εγώ, πως θα γινόταν αυτό; Ποιόν θα συνελλάμβανε εμένα, ή τον πλαστικό κι ανύπαρκτό εαυτό μου;
Η αλήθεια ήταν αυτό που δηλώναμε εμείς! Την έτρωγαν και λέγανε κι ευχαριστώ! Βαθέως, μάλλον, απορρούντες!
Γι αυτό και οι αφελείς μας ζητούσαν …δηλώσεις, υπεύθυνες!
΄Αρα, συμπεράναμε- και καλώς- πως οι υπεύθυνες δήλώσεις, που μας ζητιόνταν, ήταν ακόμη ένας εκβιασμός, εκφοβισμός από την επίσημη πολιτεία, για να αυτοδεσμευτούμε κι αυτή, όποταν της κατέβαινε, εν καιρώ, θα μας έπιανει τον πισινό!
Μα δεν σφάξανε!
Η ηθική της κεντρικής εξουσίας, με τους εκβιαστικούς νόμους και παρανόμους της, με τα έτσι θέλω , “αποφασίζω και διατάσσω”,δεν ταίριαζε προς τις αξίες που εμείς είχαμε θεσπίσει στο μικρό, ταπεινό κι άγνωστο ψαραχώρι μας.
Είχαμε, βέβαια, κάποια προβληματάκια, όταν εκτός περιοχής μας, μας αφαιρούσαν τις πινακίδες του αυτοκινήτου. Αυτό μας στεναχωρούσε στην αρχή, μα αμέσως βρίσκαμε τη λύση: Την ίδια μέρα, που μας αφαιρούσε η τροχαία την πινακίδα, σπεύδαμε αμέσως στο τμήμα μας και δηλώναμε σοβαρώς, πως μας έκλεψαν τις πινακίδες! Επειδή, όπως, είπαμε η μια κρατική υπηρεσία, με την άλλη, δεν επικοινωνεί, στήναμε αυτά τα παραμύθια και την επομένη, περίπου, είχαμε τις νέες πινακίδες του αυτοκινήτου μας στα χέρια μας!
Ορισμένως, όλα αυτά που σκαρφιζόμαστε θεωρούνται από τα τετριμμένα των κονσερβαρισμένων και προγραμματισμένων “αξιών” που μας φοράνε καπέλλο οι συντεχνιακοί του κράτους, μάλλον …βλακωδώς.
Μα δεν είχαμε τη βεβαιότητα, αν εμείς είμαστε οι πραγματικοί παράτυποι, ή η φρενοβλαβής, κεντρική εξουσία, η οποία, για να ταϊζει τις ορδές των Πραιτωριανών της, υπεισέρχονταν στις εμαιτικές, κατάπτυστες μεθοδεύσεις, του κατσαπλιά, επιβάλλοντας στους άλλους, εμάς, υποχρεώσεις που εκπορεύονται από το πουθενά και παρά πάσαν ηθική και λογική.
Θα μπορούσα να σας ιστορήσω πολλά περισσότερα για την μόνιμη αντιπαλότητά μας που είχαμε με την Κεντρική πολιτεία.
Για το ψαραχώρι μας, όπου ενώ εμείς άπαντες, λειτουργούσαμε αρμονικά, μας πλάκωνε κάθε τόσο απειλητικά, προστακτικά, εκβιαστικά η κεντρική εξουσία, ζητώντας μας γην και ύδωρ!
Εμείς δεν ήταν δυνατό, να στέρξουμε στην άθλια ζήτηση!
Είχαμε βάλει στραβά το καπελάκι μας και λέγαμε Μολών Λαβέ! Ποιός να κοτούσε; Το ξεχαρβαλωμένο κράτος των συντεχνιών, που δεν ξέρει τι ποιεί η δεξιά και τι η αριστερά; Αλοίμονο!
Εμείς, είμαστε δεμένοι, σαν μια οικογένεια! Τύποις και ουσία.
Ακόμη, και τις γυναίκες μας, τις είχαμε “κοινές”! ΄Οστις βούλεται απολάμβανειν τις χάριτες της μιας ή της άλλης γυναικός, το μπορεί … δια των συνωμοτικών διαύλων, αν και μεταξύ μας, στις Βουλές-καφενεία, κανείς δεν τόλμαγε να ομολογήσει ποιός, καβαλάει και ποιά! Κατά τη θρησκευτική μας παράδοση, γυνή συνευρεσκόμενη μετ΄ανδρός, γίνεται εν σώμα και μιά ψυχή μετά του επιβήτορος της!΄Οπερ σημαίνει πως μεταξύ μας, συνδεόμασταν αυτόματα με δεσμά ακατάλυτα ορθοδοξίας! Είμαστε ένα σωμα, μια σάρκα… μια οικογένεια, μια ψυχή!!
Έτσι,λοιπόν,και σ΄αυτό το κεφάλαιο, είμαστε εναρμονισμένοι. Τουτέστιν, όλοι μας είμαστε … συγγενείς, κατά τας Θείας Γραφάς ημών,… εξ Ισραήλ, πάντως, ελαυνόμενες!
Γι αυτό και ζούσαμε όλοι εν αρμονία, μεταξύ μας, στο όμορφο κι ιδιότροπο ψαροχώρι μας!…
Τέλος πάντων,εμείς, αγαπητοί μου εν Χριστώ αδερφοί, έτσι τα ρυθμίζαμε στο χωριό μας. Καλώς ή κακώς, δεν μπορώ να το ισχυριστώ απολύτως! Μας άρεσε, ωστόσο, η κοινωνία που φτιάξαμε. Θα συνεχίσουμε επιμένοντες και ες αύριον!
Ωστόσο, αν ποτέ βρεθεί ο δρόμος σας κατά δώ, στο ψαροχώρι μας, καλοδεχούμενοι θάστε! Μα προσοχή…!
Θα καλοπεράστε, αν δεν μας τσιγκλίσετε!΄Οντας καπανταήδες θα σας κατεβάσουμε τα αδόξαστα και τα δοξασμένα σας! Κρατείστε το κατά νούν, προς όφελός σας!
Το ότι θα φάτε καλό, φρέσκο ψάρι, το εγγυόμαστε!
Για τα λοιπά, δεν παίρνουμε όρκο.Εξαρτάται από σας.
Πού θα μας βρείτε; Μα καλά που ζείτε; Γράψτε εκείνα τα αλαπουρνέζικα, ντάμπλογιού-νταμπλουγιού,στο ΙΝΤΕΡΝΕΤ, και θα μας βρείτε …φάντης μπαστούνι!
ΑΠ.ΒΡΑΧΙΟΛΙΔΗΣ
Γράφτηκε στις 5 Γεννάρη του 2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου