Τί είναι το Αγγελιόσημο και γιατί το ΕΤΑΠ-ΜΜΕ
δεν πρέπει -και δεν μπορεί- να ενταχθεί στον ΕΦΚΑ
Τι είναι το Αγγελιόσημο;
ΣΥΝΕΧΗΣ ΡΟΗ πληροφοριων ,για να κατανοήσαετε πληρέστερα τους ΝΤΑΒΑΤΖΗΔΕΣ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ... Οι του τίποτε ... συνδικαλιστάδες σέρνουν ως γίδια τους ανθρώπους του Τύπου σε απεργίες. Τώρα πως δέχεται ο δημοσιογράφος να ακολουθεί τις προσταγές των ΤΙΠΟΤΕ, είναι μυστήριον! Δύο τινά θα συμβαίνουν ή δεν είναι ορίτζηναλ δημοσιογράφος ... η απλά κι αυτός είναι ένα πελώριο ΤΙΠΟΤΕ!
Καταπέλτης για την κυβέρνηση και ορισμένα εργοδοτικά κέντρα είναι η επιστημονική γνωμοδότηση για το Αγγελιόσημο και το ΕΤΑΠ – ΜΜΕ που διαθέτουν ήδη οι συνδικαλιστικές ενώσεις των δημοσιογράφων και των άλλων εργαζόμενων στα ΜΜΕ. Με τη γνωμοδότηση απαντώνται λεπτομερώς όλες οι κρίσιμες ερωτήσεις που θέτουν διάφοροι "καλοθελητές" και κυρίως για το πώς ξεκίνησε, πόσα, ελάχιστα πληρώνουν οι ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών σταθμών και γιατί δεν θεωρείται φόρος υπέρ τρίτων, αλλά «οιονεί» εργοδοτική εισφορά.
Οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις:
1) Τι είναι το Αγγελιόσημο;
Απάντηση: Το αγγελιόσημο αποτελεί επιβάρυνση, η οποία επιβάλλεται επί του τιμήματος των διαφημίσεων που καταχωρούνται στον Τύπο ή μεταδίδονται από τη ραδιοτηλεόραση.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα πλέγμα επιβαρύνσεων με
παρεμφερή λειτουργία, αλλά διαφορετική νομική βάση και ύψος. Συγκεκριμένα,
διακρίνονται λογιστικά, το αγγελιόσημο ημερήσιων εφημερίδων Αθηνών (σε ποσοστό
20% επί του τιμήματος της διαφήμισης) και Θεσσαλονίκης (σε ποσοστό 16%), το
αγγελιόσημο περιοδικού Τύπου (σε ποσοστό 20%), το αγγελιόσημο τηλεοπτικών
σταθμών και το αγγελιόσημο ραδιοφωνικών σταθμών (αμφότερα, σε ποσοστό 21,5%).
Το αγγελιόσημο υπολογίζεται επί του τιμολογίου της καταχωρούμενης ή
μεταδιδόμενης διαφήμισης και αποδίδεται, με ευθύνη του οικείου μέσου, έντυπου ή
ραδιοτηλεοπτικού, το μεν αγγελιόσημο του περιοδικού Τύπου και ραδιοτηλεόρασης
στο ΤΣΠΕΑΘ, και ήδη ΕΤΑΠ-ΜΜΕ, το δε αγγελιόσημο του ημερήσιου Τύπου στον
ΕΔΟΕΑΠ.
Η διαδικασία καταβολής και απόδοσης του αγγελιοσήμου ρυθμίζεται από το άρθρο 12 του ν. 2328/1995, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 παρ. 1 του ν. 2429/1996. Εν συνεχεία, το προϊόν του αγγελιοσήμου κατανέμεται στους δικαιούχους φορείς κατά το αναλογούν στον καθένα ποσοστό, σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 1989/1991. Κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του, το αγγελιόσημο διατίθεται στους φορείς ασφάλισης των εργαζομένων στον Τύπο και τα ΜΜΕ, και κατά τούτο πρόκειται για ασφαλιστικό πόρο. Ένα μικρό ποσοστό διατίθεται, για λόγους που έχουν να κάνουν με την ιστορική προέλευση του πόρου, όπως εκτίθεται παρακάτω (υπό γ’), στις οικείες επαγγελματικές ενώσεις. Μολονότι αποτελεί αναμφίβολα ασφαλιστικό πόρο, το αγγελιόσημο δεν εντάσσεται σε καμία από τις γνωστές κατηγορίες πόρων του ασφαλιστικού συστήματος. Αυτό εξηγεί και τη δυσχέρεια να καθιερωθεί ένας νομικός χαρακτηρισμός που να αποδίδει επακριβώς τη νομική φύση του αγγελιοσήμου.
2) Πως προέκυψε το Αγγελιόσημο;
Απάντηση: Το αγγελιόσημο θεσπίστηκε για πρώτη φορά σε έκτακτες συνθήκες, κατά τη διάρκεια της κατοχής, με το ν.δ. 465/1941, ως πόρος των Λογαριασμών Ανεργίας των Ταμείων Συντάξεων Προσωπικού Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Σκοπός της θέσπισής του ήταν να αντιμετωπιστεί η εκρηκτική αύξηση της ανεργίας στον κλάδο, λόγω της διακοπής κυκλοφορίας πολλών εντύπων. Το αρχικό εκείνο αγγελιόσημο ήταν μια χαμηλού ύψους επιβάρυνση (σε ποσοστό 5%) επί του τιμήματος των διαφημίσεων σε ημερήσιες εφημερίδες. Υπό τη σύγχρονη μορφή του, το αγγελιόσημο θεσπίστηκε δυόμιση δεκαετίες αργότερα, το 1967, επίσης σε έκτακτες συνθήκες, από την απριλιανή δικτατορία. Με τον α.ν. 248/1967 το αγγελιόσημο ανήλθε σε ποσοστό 20% για τις ημερήσιες εφημερίδες Αθηνών (και 16% για εκείνες της Θεσσαλονίκης), ενώ επίσης επεκτάθηκε στον περιοδικό Τύπο και στο κρατικό ραδιόφωνο. (Ακολούθησε η επέκτασή του, με το ν.δ. 1344/1973, στην κρατική τηλεόραση και, με το ν. 1866/1898, στους ιδιωτικούς ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς). Η διεύρυνση και αύξηση του αγγελιοσήμου με τον α.ν. 248/1967 υπήρξε το αποτέλεσμα μιας παράλληλης, μείζονος σημασίας, εξέλιξης στο καθεστώς ασφάλισης των εργαζομένων στον Τύπο.
Μέχρι τότε, για τους εργαζομένους του κλάδου είχαν ιδρυθεί διάφορα ταμεία ασφάλισης με μορφή ν.π.δ.δ. (ΤΣΠΕΑΘ, ν. 3258/1925′ ΤΣΕΥΠ, ν. 4434/1929• ΤΣΕΥΠΘ, β.δ. της 12.2.1937• ΤΑΙΣΥΤ, α.ν. 2176/1940* ΤΑΤΤΑ, ν.δ. 3572/1956). Όμως το δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης δεν ήταν ούτε καθολικό ούτε επαρκές για την κάλυψη των ασφαλιστικών κινδύνων.
Προς κάλυψη του ελλείμματος, οι οικείες επαγγελματικές ενώσεις (συντακτών και προσωπικού) συγκρότησαν ένα παράλληλο και συμπληρωματικό καθεστώς ιδιωτικής ασφάλισης, που χρηματοδοτούσαν με ίδιους πόρους. Προς τον σκοπό αυτόν, ίδρυσαν ταμεία με μορφή είτε αλληλοβοηθητικών σωματείων του Αστικού Κώδικα (ν.π.ι.δ.) είτε ειδικών λογαριασμών. Βασικός πόρος τους ήταν το, πασίγνωστο στους παλαιότερους. Λαχείο Συντακτών, ένας κρατικά αναγνωρισμένος (με το άρθρο 12 του α.ν. 339/1936) λαχνός τον οποίον εξέδιδε με μεγάλη επιτυχία ετησίως η Ένωση Συντακτών. Σημειωτέον ότι το Λαχείο Συντακτών αποτελούσε πόρο όχι μόνο της ιδιωτικής, αλλά και της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων του κλάδου.
Πέραν των αλληλοβοηθητικών ταμείων, μέρος των κερδών από το Λαχείο διανεμόταν βάσει νόμου (ήδη με το άρθρο 52 του α.ν. 1039/1938) στα ταμεία ασφάλισης με μορφή ν.π.δ.δ. Κατά τα λοιπά, μέρος των κερδών από το Λαχείο αποτελούσε επίσης ίδιο πόρο των ενώσεων. Με τον α.ν. 143/1967, το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967 κατάργησε το Λαχείο Συντακτών και στη θέση του εξέδωσε το Κρατικό Λαχείο Κοινωνικής Αντιλήψεως. Η κρατικοποίηση του Λαχείου Συντακτών συνιστά κατ’ ουσίαν απαλλοτρίωση (ιδιωτικού) περιουσιακού στοιχείου, το οποίο μάλιστα αποτελούσε τον κύριο πόρο της ιδιωτικής ασφάλισης των μελών των ενώσεων, αλλά και σημαντικό πόρο των δημόσιων φορέων ασφάλισής τους. Η απώλεια του πόρου είναι προφανές ότι, κατ’ αποτέλεσμα, θα ισοδυναμούσε με κατάργηση της ιδιωτικής ασφάλισης, ενο) επίσης έθετε σε σοβαρό κίνδυνο και τη βιωσιμότητα των φορέων δημόσιας ασφάλισης που ενισχύονταν από τον πόρο αυτό. Προκειμένου να αποτραπεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το δικτατορικό καθεστώς έλαβε με τον α.ν. 248/1967 δύο, άμεσα συνδεδεμένα μεταξύ τους, μέτρα.
Πρώτον, κατάργησε τα ταμεία ιδιωτικής ασφάλισης των ενώσεων και επέβαλε την αναγκαστική συνγχώνευσή τους σε ένα ειδικό ν.π.ι.δ. που ιδρύθηκε προς τον σκοπό αυτόν, τον ΕΛΟΕΑΠ, τον οποίο όμως ενέταξε εφεξής στο σύστημα της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης. Δεύτερον, διεύρυνε σημαντικά τον πόρο του αγγελιοσήμου, προκειμένου με αυτό να «προικοδοτήσει» τον νεοϊδρυθέντα ΕΔΟΕΑΠ, αλλά και να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα των φορέων ασφάλισης με μορφή ν.π.δ.δ. Είναι σαφές ότι, με τον α.ν. 248/1967, το αγγελιόσημο νομοθετήθηκε ως αντάλλαγμα, και μάλιστα με διπλή έννοια: Αφενός, αντάλλαγμα για την απαλλοτρίωση ενός ιδιωτικού περιουσιακού στοιχείου, δηλαδή για την κρατικοποίηση του Λαχείου Συντακτών, τα κέρδη από το οποίο υποκατέστησε• και, αφετέρου, αντάλλαγμα για την οιονεί κρατικοποίηση του καθεστώτος ιδιωτικής ασφάλισης των ενώσεων, με την αναγκαστική συνένωση των ταμείων τους στον ΕΔΟΕΑΠ και την ένταξη του τελευταίου στο δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
Το ότι το αγγελιόσημο του α.ν. 248/1967 αποτέλεσε το αντάλλαγμα για την απαλλοτρίωση ενός ιδιωτικού πόρου επιβεβαιώνεται, εξάλλου, και από το ότι, μολονότι κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του αποτελεί πλέον ασφαλιστικό πόρο, εξακολουθεί πάντως να διατίθεται κατά ένα μικρό ποσοστό και στις ενώσεις, ως ίδιος πόρος τους.
3) Είναι φόρος υπέρ τρίτων το Αγγελιόσημο;
Απάντηση: Είναι σαφές, και έχει πλειστάκις κριθεί, ότι «το αγγελιόσημο δεν αποτελεί φόρο», δεδομένου ότι εξυπηρετεί κοινωνικο – ασφαλιστικό σκοπό (ΔΕφΑΘ 285/2010 κ.ά.). Εξίσου σαφές είναι ότι το αγγελιόσημο δεν αποτελεί ούτε ασφαλιστική εισφορά με τη στενή έννοια, δηλαδή εισφορά εργαζομένου ή εργοδότη, ούτε κρατική χρηματοδότηση. Κατά το μέρος που βαρύνει τρίτους (τους διαφημιστές ή διαφημιζόμενους που καταβάλλουν τη διαφημιστική δαπάνη στο οικείο μέσο), δηλαδή καταβάλλεται από πρόσωπα που δεν συμμετέχουν στην ασφαλιστική σχέση, έχει συχνά χαρακτηριστεί ως «κοινωνικός πόρος» (ΣτΕ 1387/2007, ΔΕφΑΘ 285/2010, Κρεμαλής, Δίκαιο κοινωνικών ασφαλίσεων, 1985, σελ. 190, Στεργίου, Αυτοαπασχολούμενος και μισθωτός στην κοινωνική ασφάλιση, 2005, σελ. 74, κ.ά.).
Πρόκειται όμως για έναν τελείως ιδιότυπο κοινωνικό πόρο, ο οποίος διαφέρει ουσιωδώς από άλλους κοινωνικούς πόρους που γνωρίζει η ελληνική έννομη τάξη. Χαρακτηριστικό των κοινωνικών πόρων είναι ότι υποκαθιστούν την άμεση κρατική χρηματοδότηση, συνιστούν δηλαδή έναν «έμμεσο τρόπο κρατικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση των ασφαλιστικών φορέων» (Κοντιάδης, Συνταγματικές εγγυήσεις και θεσμική οργάνωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, 2004, σελ. 333, Κρεμαλής, ό.π., σελ. 179). Το αγγελιόσημο πράγματι επιτελεί και αυτή τη λειτουργία (δηλαδή υποκαθιστά κρατική χρηματοδότηση), και κατά τούτο ευλόγως χαρακτηρίζεται ως κοινωνικός πόρος.
Όμως δεν περιορίζεται σε αυτή• Η κύρια, και όλως ιδιότυπη, λειτουργία του αγγελιοσήμου είναι ότι υποκαθιστά, εν όλω ή εν μέρει, την εργοδοτική εισφορά. Ενόψει αυτού, ότι δηλαδή πρόκειται για υποκατάστατο ασφαλιστικής εισφοράς, ορθώς έχει κριθεί ότι «το αγγελιόσημο συνιστά εισφορά υπό ευρύτερη έννοια» (ΣτΕ 1387/2007, ΔΕφΑΘ 285/2010, κ.ά.). Ακόμη ακριβέστερο είναι να χαρακτηρίζεται ως «οιονεί εργοδοτική εισφορά» (έτσι Στεργίου, Δίκαιο κοινωνικής ασφάλισης, 2η έκδ., 2014, σελ. 491-492). Τον ορθό αυτό χαρακτηρισμό του αγγελιοσήμου έχει προσφάτως υιοθετήσει και το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης & Κοινωνικής Αλληλεγγύης (βλ. το από 9.4.2015 υπ’ αριθμ. πρωτ. 12691/657 έγγραφό του).
4) Οι διαφημιζόμενοι πληρώνουν τους δημοσιογράφους;
Απάντηση: Ο χαρακτήρας του αγγελιοσήμου ως οιονεί εργοδοτικής εισφοράς προκύπτει και από την, σε σχέση με άλλους κοινωνικούς πόρους, εντελώς ιδιάζουσα οικονομική λειτουργία που αυτό επιτελεί. Καταρχάς, με αγγελιόσημο βαρύνεται η διαφημιστική συναλλαγή μεταξύ ορισμένου μέσου ενημέρωσης και του διαφημιζόμενου (ή διαφημιστή). Το κόστος τυπικά βαρύνει τον διαφημιζόμενο. Όμως πρόκειται για μία επιβάρυνση επί συναλλαγής που διεξάγεται σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, οικειοθελώς και όχι αναγκαστικά (όπως εάν διεξαγόταν σε συνθήκες μονοπωλίου ή ολιγοπωλίου). Ο διαφημιζόμενος έχει πλήρη ελευθερία να επιλέξει το μέσο στο οποίο επιθυμεί να διαφημιστεί και, συνακόλουθα, να διαπραγματευτεί το κόστος της διαφήμισης. Από την άποψη αυτή, το αγγελιόσημο κατ’ αποτέλεσμα βαρύνει τον εργοδότη, δηλαδή το μέσο ενημέρωσης, αφού αυξάνει το κόστος του παρεχόμενου προϊόντος (διαφημιστικός χώρος ή χρόνος) σε μιαν ιδιαιτέρως ανταγωνιστική αγορά. Περαιτέρω, και ανεξαρτήτως της προηγούμενης παρατήρησης, υφίσταται μια ειδική σχέση μεταξύ των ωφελούμενων από το αγγελιόσημο (των εργαζομένων στα ΜΜΕ) και των βαρυνόμενων (των διαφημιζόμενων), κατά το ότι οι τελευταίοι κάνουν χρήση του προϊόντος της εργασίας των πρώτων, προκειμένου να διαφημιστούν.
Μολονότι δεν πρόκειται για εργασιακή σχέση, ο διαφημιζόμενος χρησιμοποιεί ως «όχημα» τα εκδιδόμενα έντυπα και τις μεταδιδόμενες εκπομπές και, επομένως, επωφελείται από την εργασία των εργαζομένων σε αυτά. Η ιδιαιτερότητα αυτή σε σχέση με τους «κλασικού τύπου» κοινωνικούς πόρους έχει, άλλωστε, αναγνωριστεί και νομολογιακά. Έχει κριθεί ότι, σε αντίθεση με άλλες επιβαρύνσεις υπέρ ασφαλιστικών ταμείων, στα οποία «δεν απαιτείται η ύπαρξη ειδικής σχέσης που να συνδέει τους βαρυνόμενους με τους ωφελούμενους (πρβλ. εισφορά υπέρ ΟΓΑ επί του χαρτοσήμου που επιβάλλεται σε συναλλαγές τελείως άσχετες προς τις αγροτικές εργασίες), στην προκείμενη περίπτωση πάντως υπάρχει τέτοια σχέση, δηλαδή οι ωφελούμενοι από τον κοινωνικό πόρο του αγγελιοσήμου είναι εν δυνάμει απασχολούμενοι στους ραδιοφωνικούς σταθμούς όπου διαφημίζονται οι βαρυνόμενοι» (ΔΠρΠειρ 79/1996). Με συναφή διατύπωση, το αγγελιόσημο επιβάλλεται σε βάρος εκείνων οι οποίοι ωφελούνται άμεσα από τη διαφήμιση, κατά το ότι «τελούν σε ειδική σχέση, εφόσον προσδοκούν και αυτοί άμεση ή ενδεχόμενη ωφέλεια από την εργασία των εργαζομένων στον τύπο και τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα» (ΔΠρΑΘ 3437/1998).
Το αγγελιόσημο λειτουργεί, επομένως, κατά τρόπο παρεμφερή με την επιμερισμένη εισφορά σε βάρος ενός «οιονεί συλλογικού εργοδότη». Αντίστοιχη περίπτωση συνιστά η ασφάλιση θεατρικών συγγραφέων, ποιητών και πεζογράφων, για τους οποίους το άρθρο 6 του ν. 3232/2004 προβλέπει επιμερισμένη «εργοδοτική» εισφορά σε ποσοστό 0,5% επί της τιμής πώλησης των βιβλίων (βλ. Στεργίου, ό.π., σελ. 492).
5) Υπάρχουν δικαστικές αποφάσεις που αποτελούν νομικό όπλο στον αγώνα για την προάσπιση του αγγελιοσήμου;
Απάντηση: Δικαίως, το αγγελιόσημο χαρακτηρίζεται παγίως στη νομολογία ως «υπό ευρεία έννοια εισφορά». Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται ότι «το αγγελιόσημο, επιβαλλόμενο στους διαφημιζόμενους και στους επί πληρωμή δημοσιεύοντες στον περιοδικό τύπο και προοριζόμενο, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, για την ενίσχυση των εσόδων … ασφαλιστικών οργανισμών στους οποίους ασφαλίζονται πρόσωπα απασχολούμενα γενικώς στον Τύπο, δηλαδή για την πραγμάτωση σκοπών κοινωνικής ασφαλίσεως, αποτελεί κοινωνικό πόρο. Λόγω δε του σκοπού στον οποίο αποβλέπει κατά το μεγαλύτερο μέρος του, το αγγελιόσημο συνιστά εισφορά υπό ευρύτερη έννοια, η οποία εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 περ. α’ του ν. 702/1977» (ΣτΕ 1387-1388/2007, 1013-1017/2008, 3464/2008, 947/2009, 2624/2009, 2832/2010 κ.ά.). Ενόψει του χαρακτηρισμού αυτού, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι νομίμως απορρίφθηκε λόγος προσφυγής, «με τον οποίο η εκκαλούσα προέβαλε ότι η πρόβλεψη της εθνικής νομοθεσίας για την επιβολή αγγελιοσήμου σε διαφημιζόμενους και διαφημιστές ως πόρου των ασφαλιστικών ταμείων των εργαζομένων στα μέσα μαζικής ενημερώσεως είναι μη νόμιμη, διότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ανταποδοτικότητας…» (ΔΕφΑΘ 285/2010, σκέψη 8). Με την κρίση αυτή επιβεβαιώνεται νομολογιακά ο ανταποδοτικός χαρακτήρας του αγγελιοσήμου.
Από τα παραπάνω συνάγεται επίσης ότι, ως οιονεί εργοδοτική εισφορά που προορίζεται για τη χρηματοδότηση φορέων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, το αγγελιόσημο δεν αποτελεί έμμεσο φόρο υπέρ τρίτων και, άρα, εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι, ως εκ τούτου, ανακριβής και παραπειστικός ο ισχυρισμός που ενίοτε προβάλλεται, ότι με απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΚ της 19.3.2002, C-426/98, Επιτροπή κατά Ελλάδας) κρίθηκε, δήθεν, ότι συνιστούν απαγορευμένη έμμεση φορολογία όλοι οι υπέρ τρίτων πόροι. Αληθές είναι, αντιθέτως, ότι με την απόφαση εκείνη κρίθηκε, ειδικά και συγκεκριμένα, ότι αντίκειται στην οδηγία 69/335/ΕΟΚ περί των εμμέσων φόρων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων αποκλειστικά και μόνον ο κοινωνικός πόρος υπέρ του Ταμείου Νομικών και των Ταμείων Πρόνοιας Δικηγόρων που βάρυνε τη σύσταση, δημοσίευση και αύξηση κεφαλαίου εταιριών.
Το ΔΕΚ κατέληξε στην εν λόγω κρίση ακριβώς διότι έκρινε ότι η σχετική επιβάρυνση δεν έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί «οιονεί εργοδοτική εισφορά», όπως υποστήριζε η ελληνική κυβέρνηση. Στις περιπτώσεις, αντιθέτως, όπου ορισμένος ασφαλιστικός πόρος συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά αυτά -και τέτοια είναι η περίπτωση του αγγελιοσήμου- τότε δεν αντίκειται στο δίκαιο της ΕΕ (βλ. και Προτάσεις της 20.5.1999 του Γεν. Εισαγγελέα Γ. Κοσμά, C-56/98, Modelo, σκέψεις 70-84). Και τούτο, διότι η χρηματοδότηση της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης εκφεύγει καταρχήν του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ, το οποίο, ελλείψει εναρμόνισης στο πεδίο αυτό, περιορίζεται σε μόνο το συντονισμό των εθνικών συστημάτων, ενώ «δεν θίγει την εξουσία των κρατών μελών να διαρρυθμίζουν τα συστήματά τους κοινωνικής ασφαλίσεως» (ΔΕΚ της 28.4.1998, C-120/95, Decker, σκέψη 21, ΔΕΚ της 17.2.1993, C-159 και 160/91, Poucet και Pistre, σκέψη 6, κ.ά., πάγια νομολογία).
Τα παραπάνω έχουν πλήρως επιβεβαιωθεί και από τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων. Στην πιο χαρακτηριστική περίπτωση, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών εμφατικά επισήμανε ότι το αγγελιόσημο δεν έχει φορολογικό χαρακτήρα. Έκρινε ότι «το αγγελιόσημο δεν αποτελεί φόρο αλλά κοινωνικό πόρο που αποβλέπει την πραγμάτωση σκοπών κοινωνικής ασφαλίσεως -για την οποία το Κράτος υποχρεούται να μεριμνά με κάθε τρόπο (άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος)- … θεωρούμενος ως ασφαλιστική εισφορά υπό ευρύτερη έννοια… Επομένως, εφόσον δεν συνιστά φορολογικό μέτρο, το αγγελιόσημο, ως μέσο χρηματοδοτήσεως της κοινωνικής ασφαλίσεως εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου…» (ΔΕφΑΘ 285/2010, σκέψη 8). Προς επίρρωση του παραπάνω βασικού συλλογισμού, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι: «Οι παραδοχές αυτές δεν πλήττονται επιτυχώς μέσω της αλυσιτελούς επικλήσεως από την εκκαλούσα της αποφάσεως Δ.Ε.Κ. της 19-3- 2002 (υπόθ. C-426/98, Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας), καθόσον με αυτήν δεν κρίθηκε ότι, στα πλαίσια των κοινωνικών ασφαλίσεων, απαγορεύονται γενικώς οι στερούμενες ανταποδοτικότητας ασφαλιστικές εισφορές, όπως οι κοινωνικοί πόροι, ούτε ότι αυτοί συνιστούν καθαυτούς έμμεσους φόρους. Εκείνο που με την απόφασή του αυτή έκρινε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, είναι ότι επειδή οι επιβαρύνσεις που … επιβάλλονται υπέρ του Ταμείου Νομικών και των Ταμείων Προνοίας Δικηγόρων κατά τη σύσταση, δημοσίευση και αύξηση κεφαλαίου των εταιριών ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους ως κοινωνικών πόρων, οιονεί εργοδοτικών εισφορών ή έμμεσων φόρων, διάκριση την οποία θεώρησε ως αλυσιτελή, υπερβαίνουν το φόρο συγκεντρώσεως κεφαλαίων που αντιστοιχεί προς τον φόρο εισφοράς, τον οποίο προβλέπει η Οδηγία 69/335/ΕΟΚ…, αντίκεινται στην Οδηγία αυτή…
Δεν αποφάνθηκε, δηλαδή, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η εκκαλούσα, ότι οι εν λόγω επιβαρύνσεις αντίκεινται στην κοινοτική αρχή της ελεύθερης διακινήσεως εμπορευμάτων και υπηρεσιών ούτε ότι η επιβολή του αγγελιοσήμου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 69/335 ΕΟΚ» (ΔΕφΑΘ 285/2010, σκέψη 8). Ενόψει αυτών, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι νομίμως απορρίφθηκε λόγος προσφυγής, «με τον οποίο η εκκαλούσα προέβαλε ότι η πρόβλεψη της εθνικής νομοθεσίας για την επιβολή αγγελιοσήμου σε διαφημιζόμενους και διαφημιστές ως πόρου των ασφαλιστικών ταμείων των εργαζομένων στα μέσα μαζικής ενημερώσεως είναι μη νόμιμη, διότι … συνιστά έμμεση φορολογία που αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο…» (ΔΕφΑΘ 285/2010,).Με την κρίση αυτή επιβεβαιώνεται ομολογιακά ο μη φορολογικός χαρακτήρας του αγγελιοσήμου.
6) Υπάρχουν νομικά και συνταγματικά κωλύματα από την κατάργηση του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ ή και του αγγελιοσήμου
Απάντηση: Ενδεχόμενη κατάργηση του αγγελιοσήμου και ένταξη του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ στον ενιαίο φορέα ασφάλισης θα συνεπαγόταν σημαντική δημοσιονομική επιβάρυνση του ελληνικού Δημοσίου. Και τούτο, για δύο λόγους: Πρώτον, κατά το μέρος που το αγγελιόσημο υποκαθιστά την άμεση κρατική χρηματοδότηση, η κατάργησή του και μετάβαση σε σύστημα τριμερούς χρηματοδότησης θα επιβαρύνει το ελληνικό κράτος με την υποχρέωση άμεσης χρηματοδότησης των εντασσόμενων στον ενιαίο φορέα ασφαλιστικών σχέσεων του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ, από την οποία μέχρι σήμερα απαλλάσσεται. Δεύτερον, κατά το μέρος που το αγγελιόσημο υποκαθιστά εργοδοτικές εισφορές, η κατάργησή του θα επιβαρύνει και εμμέσως το ελληνικό κράτος, στο βαθμό που το Δημόσιο υπό την ιδιότητά του ως εργοδότης (ΕΡΤ Α.Ε., ΑΠΕ-ΜΠΕ, γραφεία τύπου) θα υποχρεωθεί να καταβάλλει εφεξής πλήρεις εργοδοτικές εισφορές. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα αντιστρατεύεται ευθέως τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η χώρα στο πλαίσιο του Μνημονίου Συνεννόησης ενόψει του τριετούς προγράμματος του ΕΜΣ (άρθρο 3 παρ. Γ’ του ν. 4336/2015, ΦΕΚ Α’ 96, σ. 1014 επ.), και μάλιστα τόσο γενικά στην υποχρέωση για επίτευξη μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού πλεονάσματος και περιορισμό των δαπανών όσο και, ειδικότερα, σε εκείνη για περιορισμό των ετήσιων μεταβιβάσεων από τον κρατικό προϋπολογισμό προς το συνταξιοδοτικό σύστημα. Σημειωτέον, παρεμπιπτόντως, ότι η υποχρέωση κατάργησης φόρων υπέρ τρίτων και μη ανταποδοτικών επιβαρύνσεων ουδόλως αφορά το αγγελιόσημο, αφού αυτό, δεν έχει τέτοιο χαρακτήρα, αλλά συνιστά ιδιότυπο ασφαλιστικό πόρο.
Το αγγελιόσημο, ως οιονεί εργοδοτική εισφορά, κατά την κύρια λειτουργία του υποκαθιστά εργοδοτικές εισφορές. Ενδεχόμενη κατάργησή του και μετάβαση σε σύστημα τριμερούς χρηματοδότησης θα επιφέρει μια ριζική μεταβολή στη χρηματοδοτική βάση του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ, αφού ο κύριος πόρος του θα υπολογίζεται όχι ως ποσοστό επί της καταβαλλόμενης διαφημιστικής δαπάνης (αγγελιόσημο), αλλά ως ποσοστό επί των καταβαλλόμενων αποδοχών των ασφαλισμένων (εργοδοτικές εισφορές). Η μετάπτωση από το ένα σύστημα στο άλλο ενδέχεται να περιορίσει τα έσοδα σε βαθμό τέτοιο, που να θέσει σε κίνδυνο το ασφαλιστικό κεφάλαιο του Ταμείου.
Η πιθανότητα αυτή είναι ιδιαιτέρως αυξημένη ενόψει της τρέχουσας συγκυρίας, που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αύξηση της ανεργίας του κλάδου και, επομένως, από σημαντική μείωση των προσδοκώ μενών εσόδων από εισφορές. Ενόψει της προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου, που απορρέει από το άρθρο 22 παρ. 5 Συντ., πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτή η ουσιώδης μεταβολή του συστήματος χρηματοδότησης του Ταμείου, εάν πιθανολογείται ότι θα περιορίσει τα προσδοκώμενα έσοδα σε βαθμό που να θέσει σε κίνδυνο το ασφαλιστικό κεφάλαιο. Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, και από τυπική-διαδικαστική άποψη (πρβλ. ΓΙρ.Επεξ. ΣτΕ 184/2006, 141/1996, κ.ά.), μια τόσο ουσιώδης μετάβαση δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτή, αν δεν προηγηθεί η εκπόνηση ειδικής αναλογιστικής μελέτης, που να τεκμηριώνει τη βιωσιμότητα του νέου συστήματος χρηματοδότησης. Εξάλλου, κατά το μέρος που το αγγελιόσημο έχει θεσπιστεί σε υποκατάσταση του κρατικοποιηθέντος Λαχείου Συντακτών, δηλαδή απαλλοτριωθέντος ιδιωτικού περιουσιακού στοιχείου, ενδεχόμενη κατάργησή του θα συνεπαγόταν τη στέρηση της οικονομικής αξίας που δόθηκε ως αντάλλαγμα για την απαλλοτρίωση. Κάτι τέτοιο όμως συνιστά προσβολή του δικαιώματος στην περιουσία, το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
1) Οι εργαζόμενοι στον Τύπο και τα ΜΜΕ υπάγονται σε ειδικό καθεστώς ασφάλισης, στο μέτρο που τα ταμεία τους χρηματοδοτούνται από τον ιδιότυπο ασφαλιστικό πόρο του αγγελιοσήμου. Όσα από τα ταμεία είχαν μορφή ν.π.δ.δ. έχουν πλέον ενταχθεί στον ενιαίο φορέα ΕΤΑΠ-ΜΜΕ• εξακολουθούν να λειτουργούν αυτοτελώς όσα έχουν μορφή ν.π.ι.δ. Το ΕΤΑΠ-ΜΜΕ και τα αυτοτελή ταμεία συνθέτουν το θεσμικό πλαίσιο οργάνωσης του εν λόγω ειδικού καθεστώτος ασφάλισης. Εργαζόμενοι οι οποίοι, εν όλω ή εν μέρει, δεν εμπίπτουν στο καθεστώς αυτό, υπάγονται, αντιστοίχως, στο γενικό καθεστώς ασφάλισης μισθωτών.
2) Το ειδικό καθεστώς ασφάλισης των εργαζομένων στον Τύπο και τα ΜΜΕ, έτσι όπως εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι σήμερα, παρουσιάζει μια μείζονα ιδιομορφία, η οποία οφείλεται στην ιδιοτυπία του ασφαλιστικού πόρου του αγγελιοσήμου. Όλα τα άλλα καθεστώτα ασφάλισης μισθωτών, τόσο του γενικού φορέα (ΙΚΑ) όσο και των ειδικών ταμείων, βασίζονται στην αρχή της τριμερούς χρηματοδότησης, σύμφωνα με την οποία το ασφαλιστικό κεφάλαιο σχηματίζεται από εισφορές εργοδοτών, εισφορές εργαζομένων και την κρατική χρηματοδότηση. Επομένως, οι με στενή έννοια ασφαλιστικοί πόροι των ταμείων διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: πρόκειται είτε για εισφορές (εργαζομένων ή εργοδοτών) είτε για κρατικές χορηγήσεις. (Η ειδική κατηγορία των κοινωνικών πόρων συνιστά υποκατάστατο κρατικής χρηματοδότησης). Εξάλλου, οι με στενή έννοια ασφαλιστικοί πόροι των ταμείων διακρίνονται σαφώς από τους (με ευρεία έννοια) λοιπούς πόρους, όπως πρόσοδοι περιουσίας, απόδοση κεφαλαίων και αποθεματικών και κάθε άλλο έσοδο, δηλαδή πόροι από τη διαχείριση ίδιας περιουσίας. Το αγγελιόσημο δεν μπορεί να ενταχθεί εξ ολοκλήρου σε καμία από τις παραπάνω κατηγορίες, αλλά, αντιθέτως, πρόκειται για όλως ιδιότυπο πόρο, που μετέχει παράλληλα της νομικής φύσης τριών διαφορετικών κατηγοριών. Ειδικότερα: Πρώτον, το αγγελιόσημο υποκαθιστά την κρατική χρηματοδότηση, κατά το ότι απαλλάσσει το κράτος από μέρος της υποχρέωσής του να χρηματοδοτεί το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, το βάρος της οποίας επιρρίπτει, κατά το μέρος αυτό, σε ορισμένη κατηγορία συναλλασσομένων, δηλαδή σε όσους διενεργούν συναλλαγή που βαρύνεται με αγγελιόσημο. Κατά το μέρος αυτό, το αγγελιόσημο λειτουργεί ως (συνήθης) κοινωνικός πόρος. Δεύτερον, το αγγελιόσημο υποκαθιστά εργοδοτικές εισφορές, κατά το ότι απαλλάσσει τους εργοδότες από μέρος της υποχρέωσής τους να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές για τους εργαζομένους που απασχολούν. Τυπικά, το αγγελιόσημο βαρύνει τον διαφημιζόμενο (ή διαφημιστή), αφού υπολογίζεται επί του τιμήματος που αυτός καταβάλλει. Καθώς όμως πρόκειται για επιβάρυνση επί οικειοθελούς συναλλαγής σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, κατ’ αποτέλεσμα βαρύνει ουσιαστικά, τουλάχιστον εν μέρει, τον εργοδότη, δηλαδή το μέσο ενημέρωσης, αφού αυξάνει το κόστος του παρεχόμενου προϊόντος (διαφημιστικός χώρος ή χρόνος) σε μιαν ιδιαιτέρως ανταγωνιστική αγορά. Η ουσιαστική επιβάρυνση του εργοδότη / μέσου ενημέρωσης προκύπτει, άλλωστε, και από το ότι ανήκει στο ίδιο το μέσο η ευθύνη για την απόδοση του αγγελιοσήμου στους φορείς διαχείρισής του (ΕΤΑΠ-ΜΜΕ και ΕΔΟΕΑΠ). Εξάλλου, κατά το μέρος που βαρύνει και ουσιαστικά τους διαφημιζόμενους, το αγγελιόσημο προσομοιάζει με επιμερισμένη εισφορά σε βάρος ενός «οιονεί συλλογικού εργοδότη». Οι διαφημιζόμενοι (οιονεί συλλογικός εργοδότης) κάνουν χρήση του προϊόντος της εργασίας των εργαζομένων στα ΜΜΕ, την οποία χρησιμοποιούν ως «όχημα», προκειμένου να διαφημιστούν. Είτε με τη μία είτε με την άλλη έννοια, αυτή είναι η κύρια λειτουργία του αγγελιοσήμου, το οποίο, κατά το μέρος αυτό, λειτουργεί ως οιονεί εργοδοτική εισφορά. Τέλος, τρίτον, το αγγελιόσημο υποκαθιστά ίδιο (ιδιωτικό) πόρο της ασφαλιστικής κοινότητας, καθότι νομοθετήθηκε ως το διαρκές αντάλλαγμα για την απαλλοτρίωση (κρατικοποίηση) του Λαχείου Συντακτών. Με την κρατικοποίηση του Λαχείου, η Ένωση Συντακτών, ως συλλογικός εκπρόσωπος της ασφαλιστικής κοινότητας, απώλεσε ένα (ιδιωτικό) περιουσιακό στοιχείο, το προϊόν της εκμετάλλευσης του οποίου προοριζόταν για τη χρηματοδότηση του καθεστώτος κοινωνικής ασφάλισης. Αντί της ευθείας αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση του Λαχείου, στο ύψος της χρηματικής του αξίας, επελέγη – κάτι, σημειωτέον, που έγινε με αναγκαστικό νόμο- ως υποκατάσταση λύση η θεσμοθέτηση του αγγελιοσήμου ως ασφαλιστικού πόρου. Κατά το μέρος αυτό, το αγγελιόσημο υποκαθιστά προσόδους από τη διαχείριση περιουσίας.
3) Η ένταξη του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ στον ενιαίο φορέα ασφάλισης, με παράλληλη διατήρηση του ιδιότυπου ασφαλιστικού πόρου του αγγελιοσήμου, δεν είναι ούτε πρόσφορη ούτε σκόπιμη και κατά πάσα πιθανότητα ούτε εφικτή, δεδομένης της δυσχέρειας να συγχωνευθεί στον ενιαίο φορέα (όπου ισχύει η αρχή της τριμερούς χρηματοδότησης) ένα ταμείο με ριζικά διαφορετικό σύστημα χρηματοδότησης. Από την άλλη, η ένταξη του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ στον ενιαίο φορέα ασφάλισης, με ταυτόχρονη κατάργηση του αγγελιοσήμου, προσκρούει σε σοβαρά νομικά και συνταγματικά κωλύματα που την καθιστούν απαγορευτική.
Η διαδικασία καταβολής και απόδοσης του αγγελιοσήμου ρυθμίζεται από το άρθρο 12 του ν. 2328/1995, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 παρ. 1 του ν. 2429/1996. Εν συνεχεία, το προϊόν του αγγελιοσήμου κατανέμεται στους δικαιούχους φορείς κατά το αναλογούν στον καθένα ποσοστό, σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 1989/1991. Κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του, το αγγελιόσημο διατίθεται στους φορείς ασφάλισης των εργαζομένων στον Τύπο και τα ΜΜΕ, και κατά τούτο πρόκειται για ασφαλιστικό πόρο. Ένα μικρό ποσοστό διατίθεται, για λόγους που έχουν να κάνουν με την ιστορική προέλευση του πόρου, όπως εκτίθεται παρακάτω (υπό γ’), στις οικείες επαγγελματικές ενώσεις. Μολονότι αποτελεί αναμφίβολα ασφαλιστικό πόρο, το αγγελιόσημο δεν εντάσσεται σε καμία από τις γνωστές κατηγορίες πόρων του ασφαλιστικού συστήματος. Αυτό εξηγεί και τη δυσχέρεια να καθιερωθεί ένας νομικός χαρακτηρισμός που να αποδίδει επακριβώς τη νομική φύση του αγγελιοσήμου.
2) Πως προέκυψε το Αγγελιόσημο;
Απάντηση: Το αγγελιόσημο θεσπίστηκε για πρώτη φορά σε έκτακτες συνθήκες, κατά τη διάρκεια της κατοχής, με το ν.δ. 465/1941, ως πόρος των Λογαριασμών Ανεργίας των Ταμείων Συντάξεων Προσωπικού Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Σκοπός της θέσπισής του ήταν να αντιμετωπιστεί η εκρηκτική αύξηση της ανεργίας στον κλάδο, λόγω της διακοπής κυκλοφορίας πολλών εντύπων. Το αρχικό εκείνο αγγελιόσημο ήταν μια χαμηλού ύψους επιβάρυνση (σε ποσοστό 5%) επί του τιμήματος των διαφημίσεων σε ημερήσιες εφημερίδες. Υπό τη σύγχρονη μορφή του, το αγγελιόσημο θεσπίστηκε δυόμιση δεκαετίες αργότερα, το 1967, επίσης σε έκτακτες συνθήκες, από την απριλιανή δικτατορία. Με τον α.ν. 248/1967 το αγγελιόσημο ανήλθε σε ποσοστό 20% για τις ημερήσιες εφημερίδες Αθηνών (και 16% για εκείνες της Θεσσαλονίκης), ενώ επίσης επεκτάθηκε στον περιοδικό Τύπο και στο κρατικό ραδιόφωνο. (Ακολούθησε η επέκτασή του, με το ν.δ. 1344/1973, στην κρατική τηλεόραση και, με το ν. 1866/1898, στους ιδιωτικούς ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς). Η διεύρυνση και αύξηση του αγγελιοσήμου με τον α.ν. 248/1967 υπήρξε το αποτέλεσμα μιας παράλληλης, μείζονος σημασίας, εξέλιξης στο καθεστώς ασφάλισης των εργαζομένων στον Τύπο.
Μέχρι τότε, για τους εργαζομένους του κλάδου είχαν ιδρυθεί διάφορα ταμεία ασφάλισης με μορφή ν.π.δ.δ. (ΤΣΠΕΑΘ, ν. 3258/1925′ ΤΣΕΥΠ, ν. 4434/1929• ΤΣΕΥΠΘ, β.δ. της 12.2.1937• ΤΑΙΣΥΤ, α.ν. 2176/1940* ΤΑΤΤΑ, ν.δ. 3572/1956). Όμως το δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης δεν ήταν ούτε καθολικό ούτε επαρκές για την κάλυψη των ασφαλιστικών κινδύνων.
Προς κάλυψη του ελλείμματος, οι οικείες επαγγελματικές ενώσεις (συντακτών και προσωπικού) συγκρότησαν ένα παράλληλο και συμπληρωματικό καθεστώς ιδιωτικής ασφάλισης, που χρηματοδοτούσαν με ίδιους πόρους. Προς τον σκοπό αυτόν, ίδρυσαν ταμεία με μορφή είτε αλληλοβοηθητικών σωματείων του Αστικού Κώδικα (ν.π.ι.δ.) είτε ειδικών λογαριασμών. Βασικός πόρος τους ήταν το, πασίγνωστο στους παλαιότερους. Λαχείο Συντακτών, ένας κρατικά αναγνωρισμένος (με το άρθρο 12 του α.ν. 339/1936) λαχνός τον οποίον εξέδιδε με μεγάλη επιτυχία ετησίως η Ένωση Συντακτών. Σημειωτέον ότι το Λαχείο Συντακτών αποτελούσε πόρο όχι μόνο της ιδιωτικής, αλλά και της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων του κλάδου.
Πέραν των αλληλοβοηθητικών ταμείων, μέρος των κερδών από το Λαχείο διανεμόταν βάσει νόμου (ήδη με το άρθρο 52 του α.ν. 1039/1938) στα ταμεία ασφάλισης με μορφή ν.π.δ.δ. Κατά τα λοιπά, μέρος των κερδών από το Λαχείο αποτελούσε επίσης ίδιο πόρο των ενώσεων. Με τον α.ν. 143/1967, το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967 κατάργησε το Λαχείο Συντακτών και στη θέση του εξέδωσε το Κρατικό Λαχείο Κοινωνικής Αντιλήψεως. Η κρατικοποίηση του Λαχείου Συντακτών συνιστά κατ’ ουσίαν απαλλοτρίωση (ιδιωτικού) περιουσιακού στοιχείου, το οποίο μάλιστα αποτελούσε τον κύριο πόρο της ιδιωτικής ασφάλισης των μελών των ενώσεων, αλλά και σημαντικό πόρο των δημόσιων φορέων ασφάλισής τους. Η απώλεια του πόρου είναι προφανές ότι, κατ’ αποτέλεσμα, θα ισοδυναμούσε με κατάργηση της ιδιωτικής ασφάλισης, ενο) επίσης έθετε σε σοβαρό κίνδυνο και τη βιωσιμότητα των φορέων δημόσιας ασφάλισης που ενισχύονταν από τον πόρο αυτό. Προκειμένου να αποτραπεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το δικτατορικό καθεστώς έλαβε με τον α.ν. 248/1967 δύο, άμεσα συνδεδεμένα μεταξύ τους, μέτρα.
Πρώτον, κατάργησε τα ταμεία ιδιωτικής ασφάλισης των ενώσεων και επέβαλε την αναγκαστική συνγχώνευσή τους σε ένα ειδικό ν.π.ι.δ. που ιδρύθηκε προς τον σκοπό αυτόν, τον ΕΛΟΕΑΠ, τον οποίο όμως ενέταξε εφεξής στο σύστημα της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης. Δεύτερον, διεύρυνε σημαντικά τον πόρο του αγγελιοσήμου, προκειμένου με αυτό να «προικοδοτήσει» τον νεοϊδρυθέντα ΕΔΟΕΑΠ, αλλά και να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα των φορέων ασφάλισης με μορφή ν.π.δ.δ. Είναι σαφές ότι, με τον α.ν. 248/1967, το αγγελιόσημο νομοθετήθηκε ως αντάλλαγμα, και μάλιστα με διπλή έννοια: Αφενός, αντάλλαγμα για την απαλλοτρίωση ενός ιδιωτικού περιουσιακού στοιχείου, δηλαδή για την κρατικοποίηση του Λαχείου Συντακτών, τα κέρδη από το οποίο υποκατέστησε• και, αφετέρου, αντάλλαγμα για την οιονεί κρατικοποίηση του καθεστώτος ιδιωτικής ασφάλισης των ενώσεων, με την αναγκαστική συνένωση των ταμείων τους στον ΕΔΟΕΑΠ και την ένταξη του τελευταίου στο δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
Το ότι το αγγελιόσημο του α.ν. 248/1967 αποτέλεσε το αντάλλαγμα για την απαλλοτρίωση ενός ιδιωτικού πόρου επιβεβαιώνεται, εξάλλου, και από το ότι, μολονότι κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του αποτελεί πλέον ασφαλιστικό πόρο, εξακολουθεί πάντως να διατίθεται κατά ένα μικρό ποσοστό και στις ενώσεις, ως ίδιος πόρος τους.
3) Είναι φόρος υπέρ τρίτων το Αγγελιόσημο;
Απάντηση: Είναι σαφές, και έχει πλειστάκις κριθεί, ότι «το αγγελιόσημο δεν αποτελεί φόρο», δεδομένου ότι εξυπηρετεί κοινωνικο – ασφαλιστικό σκοπό (ΔΕφΑΘ 285/2010 κ.ά.). Εξίσου σαφές είναι ότι το αγγελιόσημο δεν αποτελεί ούτε ασφαλιστική εισφορά με τη στενή έννοια, δηλαδή εισφορά εργαζομένου ή εργοδότη, ούτε κρατική χρηματοδότηση. Κατά το μέρος που βαρύνει τρίτους (τους διαφημιστές ή διαφημιζόμενους που καταβάλλουν τη διαφημιστική δαπάνη στο οικείο μέσο), δηλαδή καταβάλλεται από πρόσωπα που δεν συμμετέχουν στην ασφαλιστική σχέση, έχει συχνά χαρακτηριστεί ως «κοινωνικός πόρος» (ΣτΕ 1387/2007, ΔΕφΑΘ 285/2010, Κρεμαλής, Δίκαιο κοινωνικών ασφαλίσεων, 1985, σελ. 190, Στεργίου, Αυτοαπασχολούμενος και μισθωτός στην κοινωνική ασφάλιση, 2005, σελ. 74, κ.ά.).
Πρόκειται όμως για έναν τελείως ιδιότυπο κοινωνικό πόρο, ο οποίος διαφέρει ουσιωδώς από άλλους κοινωνικούς πόρους που γνωρίζει η ελληνική έννομη τάξη. Χαρακτηριστικό των κοινωνικών πόρων είναι ότι υποκαθιστούν την άμεση κρατική χρηματοδότηση, συνιστούν δηλαδή έναν «έμμεσο τρόπο κρατικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση των ασφαλιστικών φορέων» (Κοντιάδης, Συνταγματικές εγγυήσεις και θεσμική οργάνωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, 2004, σελ. 333, Κρεμαλής, ό.π., σελ. 179). Το αγγελιόσημο πράγματι επιτελεί και αυτή τη λειτουργία (δηλαδή υποκαθιστά κρατική χρηματοδότηση), και κατά τούτο ευλόγως χαρακτηρίζεται ως κοινωνικός πόρος.
Όμως δεν περιορίζεται σε αυτή• Η κύρια, και όλως ιδιότυπη, λειτουργία του αγγελιοσήμου είναι ότι υποκαθιστά, εν όλω ή εν μέρει, την εργοδοτική εισφορά. Ενόψει αυτού, ότι δηλαδή πρόκειται για υποκατάστατο ασφαλιστικής εισφοράς, ορθώς έχει κριθεί ότι «το αγγελιόσημο συνιστά εισφορά υπό ευρύτερη έννοια» (ΣτΕ 1387/2007, ΔΕφΑΘ 285/2010, κ.ά.). Ακόμη ακριβέστερο είναι να χαρακτηρίζεται ως «οιονεί εργοδοτική εισφορά» (έτσι Στεργίου, Δίκαιο κοινωνικής ασφάλισης, 2η έκδ., 2014, σελ. 491-492). Τον ορθό αυτό χαρακτηρισμό του αγγελιοσήμου έχει προσφάτως υιοθετήσει και το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης & Κοινωνικής Αλληλεγγύης (βλ. το από 9.4.2015 υπ’ αριθμ. πρωτ. 12691/657 έγγραφό του).
4) Οι διαφημιζόμενοι πληρώνουν τους δημοσιογράφους;
Απάντηση: Ο χαρακτήρας του αγγελιοσήμου ως οιονεί εργοδοτικής εισφοράς προκύπτει και από την, σε σχέση με άλλους κοινωνικούς πόρους, εντελώς ιδιάζουσα οικονομική λειτουργία που αυτό επιτελεί. Καταρχάς, με αγγελιόσημο βαρύνεται η διαφημιστική συναλλαγή μεταξύ ορισμένου μέσου ενημέρωσης και του διαφημιζόμενου (ή διαφημιστή). Το κόστος τυπικά βαρύνει τον διαφημιζόμενο. Όμως πρόκειται για μία επιβάρυνση επί συναλλαγής που διεξάγεται σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, οικειοθελώς και όχι αναγκαστικά (όπως εάν διεξαγόταν σε συνθήκες μονοπωλίου ή ολιγοπωλίου). Ο διαφημιζόμενος έχει πλήρη ελευθερία να επιλέξει το μέσο στο οποίο επιθυμεί να διαφημιστεί και, συνακόλουθα, να διαπραγματευτεί το κόστος της διαφήμισης. Από την άποψη αυτή, το αγγελιόσημο κατ’ αποτέλεσμα βαρύνει τον εργοδότη, δηλαδή το μέσο ενημέρωσης, αφού αυξάνει το κόστος του παρεχόμενου προϊόντος (διαφημιστικός χώρος ή χρόνος) σε μιαν ιδιαιτέρως ανταγωνιστική αγορά. Περαιτέρω, και ανεξαρτήτως της προηγούμενης παρατήρησης, υφίσταται μια ειδική σχέση μεταξύ των ωφελούμενων από το αγγελιόσημο (των εργαζομένων στα ΜΜΕ) και των βαρυνόμενων (των διαφημιζόμενων), κατά το ότι οι τελευταίοι κάνουν χρήση του προϊόντος της εργασίας των πρώτων, προκειμένου να διαφημιστούν.
Μολονότι δεν πρόκειται για εργασιακή σχέση, ο διαφημιζόμενος χρησιμοποιεί ως «όχημα» τα εκδιδόμενα έντυπα και τις μεταδιδόμενες εκπομπές και, επομένως, επωφελείται από την εργασία των εργαζομένων σε αυτά. Η ιδιαιτερότητα αυτή σε σχέση με τους «κλασικού τύπου» κοινωνικούς πόρους έχει, άλλωστε, αναγνωριστεί και νομολογιακά. Έχει κριθεί ότι, σε αντίθεση με άλλες επιβαρύνσεις υπέρ ασφαλιστικών ταμείων, στα οποία «δεν απαιτείται η ύπαρξη ειδικής σχέσης που να συνδέει τους βαρυνόμενους με τους ωφελούμενους (πρβλ. εισφορά υπέρ ΟΓΑ επί του χαρτοσήμου που επιβάλλεται σε συναλλαγές τελείως άσχετες προς τις αγροτικές εργασίες), στην προκείμενη περίπτωση πάντως υπάρχει τέτοια σχέση, δηλαδή οι ωφελούμενοι από τον κοινωνικό πόρο του αγγελιοσήμου είναι εν δυνάμει απασχολούμενοι στους ραδιοφωνικούς σταθμούς όπου διαφημίζονται οι βαρυνόμενοι» (ΔΠρΠειρ 79/1996). Με συναφή διατύπωση, το αγγελιόσημο επιβάλλεται σε βάρος εκείνων οι οποίοι ωφελούνται άμεσα από τη διαφήμιση, κατά το ότι «τελούν σε ειδική σχέση, εφόσον προσδοκούν και αυτοί άμεση ή ενδεχόμενη ωφέλεια από την εργασία των εργαζομένων στον τύπο και τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα» (ΔΠρΑΘ 3437/1998).
Το αγγελιόσημο λειτουργεί, επομένως, κατά τρόπο παρεμφερή με την επιμερισμένη εισφορά σε βάρος ενός «οιονεί συλλογικού εργοδότη». Αντίστοιχη περίπτωση συνιστά η ασφάλιση θεατρικών συγγραφέων, ποιητών και πεζογράφων, για τους οποίους το άρθρο 6 του ν. 3232/2004 προβλέπει επιμερισμένη «εργοδοτική» εισφορά σε ποσοστό 0,5% επί της τιμής πώλησης των βιβλίων (βλ. Στεργίου, ό.π., σελ. 492).
5) Υπάρχουν δικαστικές αποφάσεις που αποτελούν νομικό όπλο στον αγώνα για την προάσπιση του αγγελιοσήμου;
Απάντηση: Δικαίως, το αγγελιόσημο χαρακτηρίζεται παγίως στη νομολογία ως «υπό ευρεία έννοια εισφορά». Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται ότι «το αγγελιόσημο, επιβαλλόμενο στους διαφημιζόμενους και στους επί πληρωμή δημοσιεύοντες στον περιοδικό τύπο και προοριζόμενο, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, για την ενίσχυση των εσόδων … ασφαλιστικών οργανισμών στους οποίους ασφαλίζονται πρόσωπα απασχολούμενα γενικώς στον Τύπο, δηλαδή για την πραγμάτωση σκοπών κοινωνικής ασφαλίσεως, αποτελεί κοινωνικό πόρο. Λόγω δε του σκοπού στον οποίο αποβλέπει κατά το μεγαλύτερο μέρος του, το αγγελιόσημο συνιστά εισφορά υπό ευρύτερη έννοια, η οποία εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 περ. α’ του ν. 702/1977» (ΣτΕ 1387-1388/2007, 1013-1017/2008, 3464/2008, 947/2009, 2624/2009, 2832/2010 κ.ά.). Ενόψει του χαρακτηρισμού αυτού, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι νομίμως απορρίφθηκε λόγος προσφυγής, «με τον οποίο η εκκαλούσα προέβαλε ότι η πρόβλεψη της εθνικής νομοθεσίας για την επιβολή αγγελιοσήμου σε διαφημιζόμενους και διαφημιστές ως πόρου των ασφαλιστικών ταμείων των εργαζομένων στα μέσα μαζικής ενημερώσεως είναι μη νόμιμη, διότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ανταποδοτικότητας…» (ΔΕφΑΘ 285/2010, σκέψη 8). Με την κρίση αυτή επιβεβαιώνεται νομολογιακά ο ανταποδοτικός χαρακτήρας του αγγελιοσήμου.
Από τα παραπάνω συνάγεται επίσης ότι, ως οιονεί εργοδοτική εισφορά που προορίζεται για τη χρηματοδότηση φορέων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, το αγγελιόσημο δεν αποτελεί έμμεσο φόρο υπέρ τρίτων και, άρα, εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι, ως εκ τούτου, ανακριβής και παραπειστικός ο ισχυρισμός που ενίοτε προβάλλεται, ότι με απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΚ της 19.3.2002, C-426/98, Επιτροπή κατά Ελλάδας) κρίθηκε, δήθεν, ότι συνιστούν απαγορευμένη έμμεση φορολογία όλοι οι υπέρ τρίτων πόροι. Αληθές είναι, αντιθέτως, ότι με την απόφαση εκείνη κρίθηκε, ειδικά και συγκεκριμένα, ότι αντίκειται στην οδηγία 69/335/ΕΟΚ περί των εμμέσων φόρων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων αποκλειστικά και μόνον ο κοινωνικός πόρος υπέρ του Ταμείου Νομικών και των Ταμείων Πρόνοιας Δικηγόρων που βάρυνε τη σύσταση, δημοσίευση και αύξηση κεφαλαίου εταιριών.
Το ΔΕΚ κατέληξε στην εν λόγω κρίση ακριβώς διότι έκρινε ότι η σχετική επιβάρυνση δεν έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί «οιονεί εργοδοτική εισφορά», όπως υποστήριζε η ελληνική κυβέρνηση. Στις περιπτώσεις, αντιθέτως, όπου ορισμένος ασφαλιστικός πόρος συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά αυτά -και τέτοια είναι η περίπτωση του αγγελιοσήμου- τότε δεν αντίκειται στο δίκαιο της ΕΕ (βλ. και Προτάσεις της 20.5.1999 του Γεν. Εισαγγελέα Γ. Κοσμά, C-56/98, Modelo, σκέψεις 70-84). Και τούτο, διότι η χρηματοδότηση της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης εκφεύγει καταρχήν του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ, το οποίο, ελλείψει εναρμόνισης στο πεδίο αυτό, περιορίζεται σε μόνο το συντονισμό των εθνικών συστημάτων, ενώ «δεν θίγει την εξουσία των κρατών μελών να διαρρυθμίζουν τα συστήματά τους κοινωνικής ασφαλίσεως» (ΔΕΚ της 28.4.1998, C-120/95, Decker, σκέψη 21, ΔΕΚ της 17.2.1993, C-159 και 160/91, Poucet και Pistre, σκέψη 6, κ.ά., πάγια νομολογία).
Τα παραπάνω έχουν πλήρως επιβεβαιωθεί και από τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων. Στην πιο χαρακτηριστική περίπτωση, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών εμφατικά επισήμανε ότι το αγγελιόσημο δεν έχει φορολογικό χαρακτήρα. Έκρινε ότι «το αγγελιόσημο δεν αποτελεί φόρο αλλά κοινωνικό πόρο που αποβλέπει την πραγμάτωση σκοπών κοινωνικής ασφαλίσεως -για την οποία το Κράτος υποχρεούται να μεριμνά με κάθε τρόπο (άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος)- … θεωρούμενος ως ασφαλιστική εισφορά υπό ευρύτερη έννοια… Επομένως, εφόσον δεν συνιστά φορολογικό μέτρο, το αγγελιόσημο, ως μέσο χρηματοδοτήσεως της κοινωνικής ασφαλίσεως εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου…» (ΔΕφΑΘ 285/2010, σκέψη 8). Προς επίρρωση του παραπάνω βασικού συλλογισμού, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι: «Οι παραδοχές αυτές δεν πλήττονται επιτυχώς μέσω της αλυσιτελούς επικλήσεως από την εκκαλούσα της αποφάσεως Δ.Ε.Κ. της 19-3- 2002 (υπόθ. C-426/98, Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας), καθόσον με αυτήν δεν κρίθηκε ότι, στα πλαίσια των κοινωνικών ασφαλίσεων, απαγορεύονται γενικώς οι στερούμενες ανταποδοτικότητας ασφαλιστικές εισφορές, όπως οι κοινωνικοί πόροι, ούτε ότι αυτοί συνιστούν καθαυτούς έμμεσους φόρους. Εκείνο που με την απόφασή του αυτή έκρινε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, είναι ότι επειδή οι επιβαρύνσεις που … επιβάλλονται υπέρ του Ταμείου Νομικών και των Ταμείων Προνοίας Δικηγόρων κατά τη σύσταση, δημοσίευση και αύξηση κεφαλαίου των εταιριών ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους ως κοινωνικών πόρων, οιονεί εργοδοτικών εισφορών ή έμμεσων φόρων, διάκριση την οποία θεώρησε ως αλυσιτελή, υπερβαίνουν το φόρο συγκεντρώσεως κεφαλαίων που αντιστοιχεί προς τον φόρο εισφοράς, τον οποίο προβλέπει η Οδηγία 69/335/ΕΟΚ…, αντίκεινται στην Οδηγία αυτή…
Δεν αποφάνθηκε, δηλαδή, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η εκκαλούσα, ότι οι εν λόγω επιβαρύνσεις αντίκεινται στην κοινοτική αρχή της ελεύθερης διακινήσεως εμπορευμάτων και υπηρεσιών ούτε ότι η επιβολή του αγγελιοσήμου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 69/335 ΕΟΚ» (ΔΕφΑΘ 285/2010, σκέψη 8). Ενόψει αυτών, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι νομίμως απορρίφθηκε λόγος προσφυγής, «με τον οποίο η εκκαλούσα προέβαλε ότι η πρόβλεψη της εθνικής νομοθεσίας για την επιβολή αγγελιοσήμου σε διαφημιζόμενους και διαφημιστές ως πόρου των ασφαλιστικών ταμείων των εργαζομένων στα μέσα μαζικής ενημερώσεως είναι μη νόμιμη, διότι … συνιστά έμμεση φορολογία που αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο…» (ΔΕφΑΘ 285/2010,).Με την κρίση αυτή επιβεβαιώνεται ομολογιακά ο μη φορολογικός χαρακτήρας του αγγελιοσήμου.
6) Υπάρχουν νομικά και συνταγματικά κωλύματα από την κατάργηση του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ ή και του αγγελιοσήμου
Απάντηση: Ενδεχόμενη κατάργηση του αγγελιοσήμου και ένταξη του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ στον ενιαίο φορέα ασφάλισης θα συνεπαγόταν σημαντική δημοσιονομική επιβάρυνση του ελληνικού Δημοσίου. Και τούτο, για δύο λόγους: Πρώτον, κατά το μέρος που το αγγελιόσημο υποκαθιστά την άμεση κρατική χρηματοδότηση, η κατάργησή του και μετάβαση σε σύστημα τριμερούς χρηματοδότησης θα επιβαρύνει το ελληνικό κράτος με την υποχρέωση άμεσης χρηματοδότησης των εντασσόμενων στον ενιαίο φορέα ασφαλιστικών σχέσεων του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ, από την οποία μέχρι σήμερα απαλλάσσεται. Δεύτερον, κατά το μέρος που το αγγελιόσημο υποκαθιστά εργοδοτικές εισφορές, η κατάργησή του θα επιβαρύνει και εμμέσως το ελληνικό κράτος, στο βαθμό που το Δημόσιο υπό την ιδιότητά του ως εργοδότης (ΕΡΤ Α.Ε., ΑΠΕ-ΜΠΕ, γραφεία τύπου) θα υποχρεωθεί να καταβάλλει εφεξής πλήρεις εργοδοτικές εισφορές. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα αντιστρατεύεται ευθέως τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η χώρα στο πλαίσιο του Μνημονίου Συνεννόησης ενόψει του τριετούς προγράμματος του ΕΜΣ (άρθρο 3 παρ. Γ’ του ν. 4336/2015, ΦΕΚ Α’ 96, σ. 1014 επ.), και μάλιστα τόσο γενικά στην υποχρέωση για επίτευξη μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού πλεονάσματος και περιορισμό των δαπανών όσο και, ειδικότερα, σε εκείνη για περιορισμό των ετήσιων μεταβιβάσεων από τον κρατικό προϋπολογισμό προς το συνταξιοδοτικό σύστημα. Σημειωτέον, παρεμπιπτόντως, ότι η υποχρέωση κατάργησης φόρων υπέρ τρίτων και μη ανταποδοτικών επιβαρύνσεων ουδόλως αφορά το αγγελιόσημο, αφού αυτό, δεν έχει τέτοιο χαρακτήρα, αλλά συνιστά ιδιότυπο ασφαλιστικό πόρο.
Το αγγελιόσημο, ως οιονεί εργοδοτική εισφορά, κατά την κύρια λειτουργία του υποκαθιστά εργοδοτικές εισφορές. Ενδεχόμενη κατάργησή του και μετάβαση σε σύστημα τριμερούς χρηματοδότησης θα επιφέρει μια ριζική μεταβολή στη χρηματοδοτική βάση του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ, αφού ο κύριος πόρος του θα υπολογίζεται όχι ως ποσοστό επί της καταβαλλόμενης διαφημιστικής δαπάνης (αγγελιόσημο), αλλά ως ποσοστό επί των καταβαλλόμενων αποδοχών των ασφαλισμένων (εργοδοτικές εισφορές). Η μετάπτωση από το ένα σύστημα στο άλλο ενδέχεται να περιορίσει τα έσοδα σε βαθμό τέτοιο, που να θέσει σε κίνδυνο το ασφαλιστικό κεφάλαιο του Ταμείου.
Η πιθανότητα αυτή είναι ιδιαιτέρως αυξημένη ενόψει της τρέχουσας συγκυρίας, που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αύξηση της ανεργίας του κλάδου και, επομένως, από σημαντική μείωση των προσδοκώ μενών εσόδων από εισφορές. Ενόψει της προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου, που απορρέει από το άρθρο 22 παρ. 5 Συντ., πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτή η ουσιώδης μεταβολή του συστήματος χρηματοδότησης του Ταμείου, εάν πιθανολογείται ότι θα περιορίσει τα προσδοκώμενα έσοδα σε βαθμό που να θέσει σε κίνδυνο το ασφαλιστικό κεφάλαιο. Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, και από τυπική-διαδικαστική άποψη (πρβλ. ΓΙρ.Επεξ. ΣτΕ 184/2006, 141/1996, κ.ά.), μια τόσο ουσιώδης μετάβαση δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτή, αν δεν προηγηθεί η εκπόνηση ειδικής αναλογιστικής μελέτης, που να τεκμηριώνει τη βιωσιμότητα του νέου συστήματος χρηματοδότησης. Εξάλλου, κατά το μέρος που το αγγελιόσημο έχει θεσπιστεί σε υποκατάσταση του κρατικοποιηθέντος Λαχείου Συντακτών, δηλαδή απαλλοτριωθέντος ιδιωτικού περιουσιακού στοιχείου, ενδεχόμενη κατάργησή του θα συνεπαγόταν τη στέρηση της οικονομικής αξίας που δόθηκε ως αντάλλαγμα για την απαλλοτρίωση. Κάτι τέτοιο όμως συνιστά προσβολή του δικαιώματος στην περιουσία, το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
1) Οι εργαζόμενοι στον Τύπο και τα ΜΜΕ υπάγονται σε ειδικό καθεστώς ασφάλισης, στο μέτρο που τα ταμεία τους χρηματοδοτούνται από τον ιδιότυπο ασφαλιστικό πόρο του αγγελιοσήμου. Όσα από τα ταμεία είχαν μορφή ν.π.δ.δ. έχουν πλέον ενταχθεί στον ενιαίο φορέα ΕΤΑΠ-ΜΜΕ• εξακολουθούν να λειτουργούν αυτοτελώς όσα έχουν μορφή ν.π.ι.δ. Το ΕΤΑΠ-ΜΜΕ και τα αυτοτελή ταμεία συνθέτουν το θεσμικό πλαίσιο οργάνωσης του εν λόγω ειδικού καθεστώτος ασφάλισης. Εργαζόμενοι οι οποίοι, εν όλω ή εν μέρει, δεν εμπίπτουν στο καθεστώς αυτό, υπάγονται, αντιστοίχως, στο γενικό καθεστώς ασφάλισης μισθωτών.
2) Το ειδικό καθεστώς ασφάλισης των εργαζομένων στον Τύπο και τα ΜΜΕ, έτσι όπως εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι σήμερα, παρουσιάζει μια μείζονα ιδιομορφία, η οποία οφείλεται στην ιδιοτυπία του ασφαλιστικού πόρου του αγγελιοσήμου. Όλα τα άλλα καθεστώτα ασφάλισης μισθωτών, τόσο του γενικού φορέα (ΙΚΑ) όσο και των ειδικών ταμείων, βασίζονται στην αρχή της τριμερούς χρηματοδότησης, σύμφωνα με την οποία το ασφαλιστικό κεφάλαιο σχηματίζεται από εισφορές εργοδοτών, εισφορές εργαζομένων και την κρατική χρηματοδότηση. Επομένως, οι με στενή έννοια ασφαλιστικοί πόροι των ταμείων διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: πρόκειται είτε για εισφορές (εργαζομένων ή εργοδοτών) είτε για κρατικές χορηγήσεις. (Η ειδική κατηγορία των κοινωνικών πόρων συνιστά υποκατάστατο κρατικής χρηματοδότησης). Εξάλλου, οι με στενή έννοια ασφαλιστικοί πόροι των ταμείων διακρίνονται σαφώς από τους (με ευρεία έννοια) λοιπούς πόρους, όπως πρόσοδοι περιουσίας, απόδοση κεφαλαίων και αποθεματικών και κάθε άλλο έσοδο, δηλαδή πόροι από τη διαχείριση ίδιας περιουσίας. Το αγγελιόσημο δεν μπορεί να ενταχθεί εξ ολοκλήρου σε καμία από τις παραπάνω κατηγορίες, αλλά, αντιθέτως, πρόκειται για όλως ιδιότυπο πόρο, που μετέχει παράλληλα της νομικής φύσης τριών διαφορετικών κατηγοριών. Ειδικότερα: Πρώτον, το αγγελιόσημο υποκαθιστά την κρατική χρηματοδότηση, κατά το ότι απαλλάσσει το κράτος από μέρος της υποχρέωσής του να χρηματοδοτεί το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, το βάρος της οποίας επιρρίπτει, κατά το μέρος αυτό, σε ορισμένη κατηγορία συναλλασσομένων, δηλαδή σε όσους διενεργούν συναλλαγή που βαρύνεται με αγγελιόσημο. Κατά το μέρος αυτό, το αγγελιόσημο λειτουργεί ως (συνήθης) κοινωνικός πόρος. Δεύτερον, το αγγελιόσημο υποκαθιστά εργοδοτικές εισφορές, κατά το ότι απαλλάσσει τους εργοδότες από μέρος της υποχρέωσής τους να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές για τους εργαζομένους που απασχολούν. Τυπικά, το αγγελιόσημο βαρύνει τον διαφημιζόμενο (ή διαφημιστή), αφού υπολογίζεται επί του τιμήματος που αυτός καταβάλλει. Καθώς όμως πρόκειται για επιβάρυνση επί οικειοθελούς συναλλαγής σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, κατ’ αποτέλεσμα βαρύνει ουσιαστικά, τουλάχιστον εν μέρει, τον εργοδότη, δηλαδή το μέσο ενημέρωσης, αφού αυξάνει το κόστος του παρεχόμενου προϊόντος (διαφημιστικός χώρος ή χρόνος) σε μιαν ιδιαιτέρως ανταγωνιστική αγορά. Η ουσιαστική επιβάρυνση του εργοδότη / μέσου ενημέρωσης προκύπτει, άλλωστε, και από το ότι ανήκει στο ίδιο το μέσο η ευθύνη για την απόδοση του αγγελιοσήμου στους φορείς διαχείρισής του (ΕΤΑΠ-ΜΜΕ και ΕΔΟΕΑΠ). Εξάλλου, κατά το μέρος που βαρύνει και ουσιαστικά τους διαφημιζόμενους, το αγγελιόσημο προσομοιάζει με επιμερισμένη εισφορά σε βάρος ενός «οιονεί συλλογικού εργοδότη». Οι διαφημιζόμενοι (οιονεί συλλογικός εργοδότης) κάνουν χρήση του προϊόντος της εργασίας των εργαζομένων στα ΜΜΕ, την οποία χρησιμοποιούν ως «όχημα», προκειμένου να διαφημιστούν. Είτε με τη μία είτε με την άλλη έννοια, αυτή είναι η κύρια λειτουργία του αγγελιοσήμου, το οποίο, κατά το μέρος αυτό, λειτουργεί ως οιονεί εργοδοτική εισφορά. Τέλος, τρίτον, το αγγελιόσημο υποκαθιστά ίδιο (ιδιωτικό) πόρο της ασφαλιστικής κοινότητας, καθότι νομοθετήθηκε ως το διαρκές αντάλλαγμα για την απαλλοτρίωση (κρατικοποίηση) του Λαχείου Συντακτών. Με την κρατικοποίηση του Λαχείου, η Ένωση Συντακτών, ως συλλογικός εκπρόσωπος της ασφαλιστικής κοινότητας, απώλεσε ένα (ιδιωτικό) περιουσιακό στοιχείο, το προϊόν της εκμετάλλευσης του οποίου προοριζόταν για τη χρηματοδότηση του καθεστώτος κοινωνικής ασφάλισης. Αντί της ευθείας αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση του Λαχείου, στο ύψος της χρηματικής του αξίας, επελέγη – κάτι, σημειωτέον, που έγινε με αναγκαστικό νόμο- ως υποκατάσταση λύση η θεσμοθέτηση του αγγελιοσήμου ως ασφαλιστικού πόρου. Κατά το μέρος αυτό, το αγγελιόσημο υποκαθιστά προσόδους από τη διαχείριση περιουσίας.
3) Η ένταξη του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ στον ενιαίο φορέα ασφάλισης, με παράλληλη διατήρηση του ιδιότυπου ασφαλιστικού πόρου του αγγελιοσήμου, δεν είναι ούτε πρόσφορη ούτε σκόπιμη και κατά πάσα πιθανότητα ούτε εφικτή, δεδομένης της δυσχέρειας να συγχωνευθεί στον ενιαίο φορέα (όπου ισχύει η αρχή της τριμερούς χρηματοδότησης) ένα ταμείο με ριζικά διαφορετικό σύστημα χρηματοδότησης. Από την άλλη, η ένταξη του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ στον ενιαίο φορέα ασφάλισης, με ταυτόχρονη κατάργηση του αγγελιοσήμου, προσκρούει σε σοβαρά νομικά και συνταγματικά κωλύματα που την καθιστούν απαγορευτική.
( paratiritis ΠΕΙΡΑΙΑ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου